MONEYΟι εγγυητές υπό το κυπριακό τραπεζικό σύστημα: μια νομική προσέγγιση

 

Ο περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος του 2003 (197(I)/2003) διέπει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα φυσικό πρόσωπο (ήτοι ο εγγυητής) εγγυάται την αποπληρωμή ολόκληρου ή μέρους του δανείου, σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης δεν εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του εν λόγω νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και ο δε εγγυητής κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης είναι διοικητικός σύμβουλος αυτού.

           

Στη σχετική λοιπόν νομοθεσία αναφέρεται ότι για την παραχώρηση ενός δανείου πέραν των £5.000 (€8.543), ο πιστωτής (ήτοι και εφεξής τράπεζα) οφείλει να προσκομίζει στον εγγυητή, πριν την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης, επιστολή με τα πιο κάτω στοιχεία:

  • το ποσό και τα επιτόκια του δανείου,
  • τον τρόπο και το χρόνο αποπληρωμής του δανείου από τον πρωτοφειλέτη,
  • το ποσό έκαστης δόσης και την ημερομηνία αποπληρωμής αυτής,
  • το ποσοστό του τόκου που χρεώνεται σε περίπτωση υπερημερίας ή αθέτισης οιασδήποτε υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη,
  • σε περίπτωση συννεγγυητών: τα ονόματα αυτών και αν εγγυούνται έκαστος και κεχωρισμένα, μέρος ή ολόκληρο το ποσό,
  • γραπτή δήλωση πρωτοφειλέτη σχετικά με όλα τα περιουσιακά του στοιχεία και τυχόν μελλοντικές (μετά τη σύναψη δανείου) επιβαρύνσεις στην περιουσία του.
  • ενημερώνει γραπτώς και χωρίς καθυστέρηση:

Ο παρόν νόμος μερίμνησε να προστατεύσει τον εγγυητή από το φαινόμενο της καταδολίευσης. Σύμφωνα με το φαινόμενο αυτό, ο πρωτοφειλέτης αποξενώνει την περιουσία του χωρίς να παραμένει σε αυτόν επαρκής περιουσία για την είσπραξη της οφειλής. Σε διαφορετική περίπτωση, η αποξένωση γίνεται προς όφελος συγγενικού προσώπου με δωρεά (εξαιρουμένων των περιπτώσεων καλόπιστης μεταβίβασης/επιβάρυνσης για σκοπούς μόρφωσης, ιατρικής περίθαλψης ή επίλυσης σοβαρών οικογενειακών θεμάτων).

Κάθε εγγυητής, προληπτικώς και δια νόμου, δύναται να αιτηθεί από το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος δια του οποίου θα απαγορεύεται στον πρωτοφειλέτη να αποξενώσει την περιουσία του (με πώληση, δωρεά) η οποία πιθανόν να συνιστά πράξη καταδολίευσης του εγγυητή για αποφυγή πληρωμής των χρεών του πρωτοφειλέτη.

Ομοίως, και εάν ο πρωτοφειλέτης έχει προβεί σε πώληση ή δωρεά της ακίνητης περιουσίας του σε τρίτο πρόσωπο, ενόσω εξακολουθεί να οφείλει στην τράπεζα (και νοουμένου ότι η υπολειπόμενη περιουσία του δε είναι τέτοια που να μπορεί να καλύψει το χρέος του), κάθε εγγυητής μπορεί να αιτηθεί την δικαστική ακύρωση οποιασδήποτε αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων του πρωτοφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο διατάζει την ακύρωση της εν λόγω πώλησης ή δωρεάς από το Κτηματολόγιο και την επανεγγραφή του ακινήτου στο όνομα του πρωτοφειλέτη.

Ένα άλλο δικαίωμα του εγγυητή, είναι η αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εναντίον του (συμπεριλαμβανομένης και της πτώχευσης) μέχρι την εξάντληση όλων των μέτρων εκτέλεσης κατά του πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, θα πρέπει να αποδειχθεί στο Δικαστήριο πως ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα να ικανοποιήσει την εξ' αποφάσεως οφειλή του. Αυτό μπορεί εύκολα να συμβεί στις περιπτώσεις όπου για το συγκεκριμένο δάνειο ο πρωτοφειλέτης έχει παράσχει υποθήκη. Μέχρι την εκποίηση αυτής η τράπεζα μπορεί εύκολα να διαταχθεί να μη λάβει κανένα μέτρο εκτέλεσης κατά του εγγυητή.

Σε κάθε σύμβαση εγγύησης, ο πιστωτής υποχρεούται σε σχέση με τον εγγυητή να:

®    για κάθε καθυστέρηση καταβολής τριών τουλάχιστον δόσεων,

®    για τυχόν αθέτηση οποιασδήποτε υπόσχεσης ή υποχρέωσης δυνάμει της συμφωνίας δανείου,

®    για κάθε άρση ή μεταβολή οποιασδήποτε επιβάρυνσης που είχε τεθεί στην περιουσία του για σκοπούς της συμφωνίας δανείου.

Αξίζει να σημειωθεί πως η κυπριακή νομολογία έχει αναπτύξει ένα ευρύ φάσμα νομικών αρχών που διέπουν τις συμβάσεις εγγύησης. Συγκεκριμένα, δεν αποτελεί αποδεχτή υπεράσπιση για ένα εγγυητή ο ισχυρισμός ότι είχε υπογράψει τη σύμβαση εγγύησης εν λευκώ και εν αγνοία του περιεχομένου της. (Τσολάκης Τουτζικιάν v. Λαικής Τράπεζας (2003) 1 ΑΑΔ 1240). Άλλωστε ο κάθε εγγυητής ενέχει την υποχρέωση προτού συνάψει τη σύμβαση εγγύησης, να εξετάσει την οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη όπως επίσης και τις υποχρεώσεις που θα έχει ο ίδιος.

Επιπρόσθετα, εκτός αν ο εγγυητής υποβάλλει κάποιες ερωτήσεις στον πιστωτή, ο πιστωτής δεν έχει γενική υποχρέωση αποκάλυψης των πληροφοριών που γνωρίζει για τον πρωτοφειλέτη. (Παναγιώτου v. Τράπεζα Κύπρου, ΠΕ 276/09, ημερ. 09/07/2014). Υπάρχει με άλλα λόγια περιορισμένη υποχρέωση εκούσιας αποκάλυψης πληροφοριών από μια τράπεζα σε ένα προτιθέμενο εγγυητή. Αν όμως η τράπεζα ερωτηθεί για κάτι που έχει σημασία αναφορικά με την ανάληψη της εγγύησης από τον εγγυητή, τότε η τράπεζα (και κάθε πιστωτής) θα πρέπει να δώσει την πληροφορία. (Hamilton v. Watson (1845) 12 Cl & Fin 109 at 119, HL). Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως στην υπόθεση Lloyds Bank Ltd v. Harrison (1925) 4 Legal Decisions Affecting Banks 12, CA λέχθηκε ότι η υποχρέωση αποκάλυψης επεκτείνεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν ασυνήθιστα στοιχεία (unusual features), στο συγκεκριμένο λογαριασμό για τον οποίο θα παρασχεθεί η εγγύηση.

Σε κάθε περίπτωση για να επιτύχει ένας εγγυητής ακύρωση της εγγύησης η νομολογία διακελεύει ότι θα πρέπει να αποδειχθεί πως η τράπεζα είχε πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση της ανάρμοστης συμπεριφοράς του πρωτοφειλέτη ή ότι ο πρωτοφειλέτης ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της τράπεζας. (Barclays Bank Plc v. O΄ Brien (1994) 1 AC 180).

Οκτώβριος 2014