Οι υποχρεώσεις των τραπεζών πριν παραχωρήσουν δάνειο σύμφωνα με το ΔΕΕ
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμήνευσε στην πρόσφατη απόφαση του C-449/13 CA Consumer Finance SA v Ingrid Bakkaus and Other, τη σχετική κοινοτική οδηγία (2008/48/ΕΚ) που θεσπίστηκε για την προστασία των καταναλωτών και ενσωματώθηκε στην κυπριακή νομοθεσία το 2010 με τον περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμο (Ν.106(Ι)/2010). Η υπό αναφορά οδηγία αφορά δάνεια μέχρι €75.000 τα οποία δεν σχετίζονται με ακίνητη περιουσία.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η τράπεζα θα πρέπει να παράσχει γραπτώς, εγκαίρως και πριν την δέσμευση του δανειολήπτη «τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση διάφορων προσφορών προκειμένου να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης». Κατά τη δικάσιμο, το βάρος απόδειξης να αποδείξει ότι παρείχε αυτές τις πληροφορίες βαρύνει την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς οι δανειολήπτες, δεν έχουν τα μέσα για να αποδείξουν το πιο πάνω. Ένα επιμελές πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει όπως σημείωσε το ΔΕΕ, να φροντίζει να διατηρεί τις αποδείξεις της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων παροχής πληροφοριών και διευκρινήσεων που υπέχει.
Περαιτέρω η τράπεζα έχει την ευθύνη να «ελέγχει την πιστωτική ικανότητα του καταναλωτή και δεν μπορεί να χρησιμοποιεί μόνο τις πληροφορίες που παρέχει ο καταναλωτής, αλλά και εκείνες που έχει παράσχει κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας εμπορικής σχέσης. Συνεπώς με αυτό τον τρόπο τα πιστωτικά ιδρύματα θα μειώσουν τις πιθανότητες χορήγησης δανείων σε αφερέγγυους καταναλωτές. Το ΔΕΕ ανέφερε ότι ο έλεγχος της προληπτικής ικανότητας ενός καταναλωτή επιτρέπεται να γίνεται τουλάχιστον μέσα από μια δήλωση του καταναλωτή με την προϋπόθεση ότι συνοδεύεται από αποδεικτικά έγγραφα. Το πιο πάνω βέβαια θα αποτελεί αντικείμενο κρίσης στο εκάστοτε Δικαστήριο.
Μια άλλη υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι να παρέχουν στον υποψήφιο δανειολήπτη επαρκή και εξατομικευμένα στοιχεία και εξηγήσεις προκειμένου να αποφασίσει αν η προτεινόμενη σύμβαση προσαρμόζεται στα δικά του οικονομικά δεδομένα. Ενδεικτικά η πληροφόρηση μπορεί να αφορά διευκρινήσεις επί των προσυμβατικών πληροφοριών, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των προτεινόμενων προϊόντων και τις συγκεκριμένες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην περίπτωσή του.