Ιστορικό της προσπάθειας “bail-in” της Κύπρου

Η πορεία προς το «κούρεμα» των καταθέσεων

 

Είναι γεγονός πως η Κυπριακή Δημοκρατία στράφηκε προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης των χωρών του Ευρώ ύστερα από μια αλυσίδα δυσμενών κυπριακών εξελίξεων, αρχής γενομένης από τον Μάιο του 2011, όπου η Δημοκρατία αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων για σκοπούς δανειοδότησης. Στη συνέχεια τον Οκτώβριο του 2011 επήλθε η απομείωση των ομολόγων της Ελλάδας, η οποία επηρέασε την κεφαλαιακή βάση, τόσο της Τράπεζας Κύπρου όσο και της Λαϊκής Τράπεζας.  Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το απροσδόκητο κτύπημα της κύριας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τον Ιούλιο του 2011. Αναμφίβολα αρνητική επίδραση είχαν η δυσμενής εξέλιξη των χαρτοφυλακίων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελλάδα και η μεγάλη εκροή των καταθέσεων, αλλά και η συνεχής υποβάθμιση των ελληνικών και κυπριακών ομολόγων. Το Φεβρουάριο του 2012 οι κυπριακές τράπεζες επωμίστηκαν κόστος των 4,5 δις ευρώ από την εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Δόθηκε μάλιστα και κρατική ενίσχυση στη Λαϊκή Τράπεζα ύψους €1,800.000.000 τον Μάιο του 2012. Ήταν εμφανές πως μετά τις αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, το κυπριακό δημόσιο χρέος είχε από νωρίς απολέσει το καθεστώς των αποδεκτών εξασφαλίσεων για τις πιστοδοτικές πράξεις του Eurogroup.

'Eτσι λοιπόν, η Κυπριακή Δημοκρατία, στις 25 Ιουνίου 2012 αποφάσισε και απευθύνθηκε για οικονομική βοήθεια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης των χωρών του Ευρώ-Eurogroup-(EFSM&/ESM) και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η κίνηση αυτή ήταν αποτέλεσμα της σωρείας των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Δημοκρατία, τα οποία προέκυψαν το τελευταίο έτος από την αδυναμία της να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της και να επιλύσει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και δη της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου, σε συνδυασμό με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και των δημοσιονομικών. Η Κύπρος επρόκειτο να γίνει το πέμπτο κράτος μέλος της Ευρωζώνης που κατέφευγε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης των χωρών του Ευρώ για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ανισορροπιών ή/και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών του.

Οι κυπριακές αρχές προέβησαν σε πολύμηνες διαπραγματεύσεις και συνομιλίες με διεθνείς δανειστές από τον Ιούλιο του 2012 ώστε να συμφωνήσουν σε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Είναι γεγονός πως οδηγήθηκαν σε προκαταρκτικό Μνημόνιο Συναντίληψης τον Νοέμβριο του 2012, ωστόσο, μετά τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουάριου 2013 δεν επετεύχθη οποιαδήποτε συμφωνία∙ κατά την εν λόγω περίοδο οι συνθήκες επιδεινώθηκαν σημαντικά κυρίως για τις δυο μεγαλύτερες κυπριακές τράπεζες. Ο αριθμός των προβλημάτων αυξανόταν σημαντικά: διογκωμένες ανάγκες και πιέσεις κάλυψης των τρεχουσών υποχρεώσεων ως προς τα κρατικά δάνεια και τα δημοσιονομικά, σοβαρή επιδείνωση των αφορώντων τις εν λόγω Τράπεζες λόγω της μειωμένης ρευστότητας και των συνεχιζόμενων μεγάλων εκροών καταθέσεων, μεγάλα κεφαλαιακά ελλείμματα – τα παραπάνω καταδείχθηκαν και σε μελέτη του οίκου PIMCO τον Φεβρουάριο του 2013. Αξίζει να σημειωθεί πως η εν λόγω μελέτη είχε αμφισβητηθεί και επικριθεί αυστηρά σε εγχώριο επίπεδο ενώ εκ των υστέρων δικαιώθηκε καθώς, όπως διαφάνηκε, το αναφερόμενο πόρισμα ήταν αληθές. Η έκτακτη ρευστότητα που εξασφάλισε η Λαϊκή Τράπεζα από το Emergency Liquidity Assistance (ELA) για σκοπούς στήριξής της –βάσει της συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας– συνεχίστηκε και επεκτάθηκε τον Φεβρουάριο του 2013 και στην Τράπεζα Κύπρου.

Το πιο πάνω διαμορφωθέν υπόβαθρο οδήγησε την κυβέρνηση σε μια πολιτική συμφωνία με το Eurogroup στις 16 Μαρτίου 2013. Συγκεκριμένα, συμφώνησε αφενός στην παροχή οικονομικής βοήθειας €10.000.000.000 από το Eurogroup με ενδεχόμενη συνεισφορά και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και αφετέρου στη λήψη μέτρων από τη Δημοκρατία στη βάση ίδιων πόρων και δημοσιονομικών πολιτικών και όπου επρόκειτο σε μια εκ των προτέρων εφάπαξ εισφορά σταθερότητας που εφαρμόζεται σε όλους τους καταθέτες, ντόπιους και μη, ασφαλισμένους και ανασφάλιστους. Ειδικότερα, επέβαλλε φόρο αλληλεγγύης 9,9% στις ανασφάλιστες καταθέσεις άνω των €100,000 και 6,75% σε όλες τις καταθέσεις που υπήρχαν στο τραπεζικό σύστημα κάτω των €100,000.  Στις 19 Μαρτίου 2013 η Βουλή απέρριψε το νομοσχέδιο που υλοποιούσε την εν λόγω συμφωνία. Το επιβαλλόμενο προς την Κυπριακή Δημοκρατία μέτρο, ακόμα και αν επικροτούνταν από τη Βουλή διά της εγκρίσεώς του, συνιστά αδιαμφισβήτητα παραβίαση του κοινοτικού κεκτημένου και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας του ατόμου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε τότε, την 21η Μαρτίου 2013 να διατηρήσει την έκτακτη παροχή ρευστότητας μέσω του ELA μόνο μέχρι την 25ηΜαρτίου 2013, εκτός αν πρόγραμμα της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. που θα διασφάλιζε τη φερεγγυότητα των εν λόγω τραπεζών θα βρισκόταν σε ισχύ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Λαϊκή Τράπεζα είχε ήδη αξιοποιήσει όλα τα ενέχυρα της για απορρόφηση έκτακτης ρευστότητας.

'Hταν λοιπόν βέβαιος ο κίνδυνος της άμεσης χρεοκοπίας της Λαϊκής Τράπεζας και κατά συνέπεια της Δημοκρατίας ως εγγυήτριάς της, σε σχέση με τα εν λόγω ομόλογα αλλά και ως υπόχρεας βάσει των δικών της κρατικών ομολόγων, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στην Τράπεζα Κύπρου αλλά και σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα και το κράτος. Οι επιπτώσεις θα επηρέαζαν όλες ανεξαιρέτως τις καταθέσεις (ασφαλισμένες και ανασφάλιστες) αφού διαθέσιμα κρατικά ποσά προς κάλυψη αυτών (δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων) ήταν ανύπαρκτα.

Δεδομένων των εξελίξεων, η Βουλή την επομένη, 22 Μαρτίου 2013, ψήφισε νόμους που αφορούσαν προσπάθεια διάσωσης της οικονομίας και περιλάμβαναν τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 (Ν.17(Ι)/2013), δημοσιευθέντες την ίδια μέρα.

Στις 25 Μαρτίου 2013, ύστερα από ευρεία αντίθεση στην προτεινόμενη τραπεζική εισφορά και την ομόφωνη απόρριψη του προσχεδίου νομοθεσίας που την ενσωμάτωνε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου, το Eurogroup επανεξέτασε την προηγούμενη απόφασή του και επέβαλε στην Κυπριακή Δημοκρατία την υπογραφή μιας νέας πολιτικής συμφωνίας, στη βάση προγράμματος οικονομικής προσαρμογής που περιλάμβανε αφενός την παροχή της ίδιας οικονομικής βοήθειας των €10.000.000.000 και αφετέρου τη λήψη μέτρων από τη Δημοκρατία στη βάση ίδιων πόρων και πολιτικών. Κατά το χρονικό διάστημα που υπήρξε από την πρώτη μέχρι τη δεύτερη απόφαση που επέβαλε το Eurogroup, αξίζει να αναφερθεί ότι διαδραματίστηκε ένα έντονο και «δραματικό» πολιτικό παρασκήνιο στο οποίο απανωτές συνεδριάσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των αρχηγών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι μόνο) έλαβαν χώρα.

Στην εκδοθείσα Δήλωση του Eurogroup προς την Κυπριακή Δημοκρατία αναφέρονταν τα πιο κάτω:

1. Η Λαϊκή θα λυθεί άμεσα – με την πλήρη συμμετοχή των ίδιων κεφαλαίων, των κατόχων ομολόγων και ανασφάλιστων καταθετών – με βάση την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου στο πλαίσιο της εξυγίανσης των τραπεζών.

2. Η Λαϊκή θα χωριστεί σε μια καλή και κακή τράπεζα. Η κακή τράπεζα θα υποβαθμιστεί με την πάροδο του χρόνου.

3. Η καλή τράπεζα θα εκχωρηθεί στην Τράπεζα Κύπρου, χρησιμοποιώντας το πλαίσιο επίλυσης της Κεντρικής Τράπεζας αφού ακούσουν πρώτα τα Διοικητικά Συμβούλια της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας. Με το πιο πάνω θα λάβει 9 δις ευρώ από το ELA. Μόνο οι ανασφάλιστες καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου θα παραμείνουν παγωμένες μέχρι την πραγματοποίηση της ανακεφαλαιοποίησης.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα παρέχει ρευστότητα στην Τράπεζα Κύπρου, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.

5. Η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου θα πραγματοποιηθεί μέσω των καταθέσεων/ με πλήρη συμμετοχή των ίδιων κεφαλαίων των μετόχων και των κατόχων ομολόγων.

6. Η μετατροπή θα είναι τέτοια ώστε το ποσοστό 9% θα είναι εξασφαλισμένο μέχρι το τέλος του προγράμματος.

7. Όλοι οι ασφαλισμένοι καταθέτες σε όλες τις τράπεζες θα πρέπει να προστατεύονται πλήρως, σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία.

8. Τα χρήματα του προγράμματος (έως 10 δις ευρώ) δεν θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου.

Για την ενσωμάτωση και εφαρμογή της δεύτερης απόφασης του Eurogroup, η Κεντρική Τράπεζα, ως η μόνη τραπεζική αρχή επίλυσης τέτοιων θεμάτων στο εσωτερικό, εξέδωσε έναν αριθμό διαταγμάτων, δυνάμει των νομοθετικών της εξουσιών επί πιστωτικών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τα εν λόγω διατάγματα,[1] διατάζουν interalia, «κούρεμα» καταθέσεων (για ανασφάλιστες καταθέσεις στη Λαϊκή), πάγωμα καταθέσεων (για ανασφάλιστες καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου), καθώς και πώληση μέρους των δραστηριοτήτων των δυο τραπεζών.

 

Δικαστικές εξελίξεις μετά το «κούρεμα»

Οι καταθέτες των εν λόγω τραπεζών περί τα  τέλη Μαρτίου του 2013 καταχώρησαν προσφυγές κατά των διαταγμάτων εξυγίανσης των τραπεζών, τα οποία υπέβαλλαν τους πιστωτές των δυο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών σε υποχρεωτικό «κούρεμα» και πάγωμα των καταθέσεων, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των διοικητικών πράξεων. Οι πρώτες 54 αιτήσεις συνενώθηκαν και ακούστηκαν από το Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2013. Το Δικαστήριο στις 7 Ιουνίου 2013 εξέδωσε την οριστική του απόφαση.

 

Περίληψη της απόφασης του Δικαστηρίου

Με πλειοψηφία 7-2 η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, κήρυξε τις προσφυγές που κατατέθηκαν ενώπιον του από τους πιστωτές-καταθέτες της Λαϊκής και Τράπεζας Κύπρου, ως απαράδεκτες.

Ο βασικός ισχυρισμός της πλευράς των αιτητών ήταν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις προσκρούουν σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ιδιοκτησίας (Άρθρο 23 του Συντάγματος) και παραβιάζουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης (Άρθρο 28 του Συντάγματος). Ισχυρισμοί παρεμβολής στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα βασίζονταν στο «κούρεμα» και πάγωμα των καταθέσεων στη Λαϊκή και στην Τράπεζα Κύπρου. Ισχυρισμοί για άνιση μεταχείριση αναφέρονταν στην κατάσταση των πιστωτών-καταθετών των δυο τραπεζών στην Κύπρο, των οποίων οι καταθέσεις αποτελούσαν αντικείμενο στην πλήρη ισχύ των επίμαχων διαταγμάτων, σε αντίθεση με  τους καταθέτες στο εξωτερικό (συγκεκριμένα με καταθέτες που διατηρούν λογαριασμούς σε καταστήματα της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα και τη Βρετανία).

Από την πλευρά τους οι καθ’ ων η αίτηση,  ισχυρίστηκαν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν ήταν διοικητικές πράξεις, ούτε είχαν ως προς αυτά έννομο συμφέρον οι καταθέτες, αλλά αντ’ αυτού είναι «πράξεις της κυβέρνησης» (που δεν επιδέχονται την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου). Εναλλακτικά ισχυρίστηκαν ότι το σχετικό διάταγμα δεν μπορεί να προσβάλλεται καθώς δεν επηρεάζει ευθέως δικαιώματα καταθετών, καθ’ όσο δεν ρυθμίζει την πώληση εργασιών της Λαϊκής παρά μόνο θέτει τη Λαϊκή υπό καθεστώς εξυγίανσης διά της εξαγγελίας της εφαρμογής του μέτρου πώλησης των εργασιών της.

Το Δικαστήριο τελικά απέρριψε τους ισχυρισμούς ως απαράδεκτους. Σχετικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση (ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ήταν πράξεις της κυβέρνησης), το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει θέση, αν και δήλωσε πως η κυβέρνηση δεν είναι υπεράνω του νόμου. Όσον αφορά τη δεύτερη ένσταση (δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για να αμφισβητηθούν τα διατάγματα), το Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ανέφερε πως τα όποια δικαιώματα των καταθετών της Λαϊκής, αν αυτοί επηρεάζονται δυσμενώς από την πώληση των εργασιών της, δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου της νομιμότητας των εν λόγω Διαταγμάτων. Λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας (lack of jurisdiction) το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορούσε να επιληφθεί των προσφυγών. Στην τελική, σημείωσε πως το μόνο θέμα που μπορεί να απασχολήσει οποιαδήποτε διαδικασία είναι κατά πόσο, και αν ναι, σε ποια έκταση, ο οποιοσδήποτε καταθέτης έχει ζημιωθεί από τα μέτρα εξυγίανσης περισσότερο από όσο θα είχε υποστεί ζημιά αν τα μέτρα εξυγίανσης δεν είχαν ληφθεί.

 

Οι δικαστικές εξελίξεις σε κοινοτικό επίπεδο

Μετά την απόρριψη των αιτήσεων από την υψηλότερη βαθμίδα δικαστικού ελέγχου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ελάχιστοι καταθέτες, διά νομικής εκπροσώπησης (και ίσως η Αντώνης Πασχαλίδης & Σία ΔΕΠΕ, μαζί με τους συνεργάτες της Paschalides & Co Solicitors - διακεκριμένο QC,  να συνιστά το πρώτο δικηγορικό γραφείο), προσέφυγαν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Court of Justice). Στο παρόν διάστημα και καθώς η όλη διαδικασία είναι ακόμα σε εξέλιξη, έχουν καταχωρηθεί και επιδοθεί οι υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – αναμένεται   δε η απόφαση του Δικαστηρίου στην προδικαστική ένσταση των τελευταίων, οι οποίες αιτήθηκαν την απόρριψη της διαδικασίας στη βάση του μη παραδεκτού (εφόσον κατ’ ισχυρισμό τους δεν βασίζεται σε πράξη ή νόμο). Συνάμα έχει προχωρήσει και η δεύτερη ομάδα προσφυγών στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Αντώνης Πασχαλίδης & Σία ΔΕΠΕ, τις οποίες ενέκρινε, όσον αφορά το διαδικαστικό κομμάτι, το Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου της ΕΕ. Επιδόθηκαν δε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ αναμένεται η απάντηση αυτών, επί της θέσης των προσφευγόντων.

 

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..

 


[1] Η Κεντρική Τράπεζα, ως Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει του Νόμου 17(Ι)/2013, εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα:

— Το περί Πώλησης Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013 (ΚΔΠ 93/2013, 25.3.2013).

— Το περί Πώλησης Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (ΚΔΠ 94/2013, 25.3.2013).

— Το περί της Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013 (ΚΔΠ 96/2013, 26.3.2013).

— Το περί Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (ΚΔΠ 97/2013, 26.3.2013).

— Το περί Διάσωσης με ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013 (ΚΔΠ 103/2013, 29.3.2013).

— Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (ΚΔΠ 104/2013, 29.3.2013).

— Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών στο Ηνωμένο Βασίλειο της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (ΚΔΠ 105/2013, 1.4.2013).