Οι κυριότερες πρόνοιες του Περί της Αναγνώρισης της Συνδικαλιστικής Οργάνωσης και του Δικαιώματος Παροχής Συνδικαλιστικών Διευκολύνσεων για Σκοπούς Αναγνώρισης Νόμου του 2012


Ο Περί της Αναγνώρισης της Συνδικαλιστικής Οργάνωσης και του Δικαιώματος Παροχής Συνδικαλιστικών Διευκολύνσεων για Σκοπούς Αναγνώρισης Νόμος του 2012 τέθηκε σε ισχύ την 25/05/2012.
Ο εν λόγω νόμος δίδει το δικαίωμα σε ομάδα εργαζομένων σε μια επιχείρηση να καταχωρήσει αίτηση στον Έφορο Συντεχνιών για αναγνώριση συντεχνίας για σκοπούς διαπραγμάτευσης με τον εργοδότη.
Προκειμένου ο Έφορος να αποδεχτεί μια αίτηση για αναγνώριση πρέπει να διευκρινίζεται επαρκώς η διαπραγματευτική μονάδα, δηλαδή η επιχείρηση για την οποία εγγεγραμμένη συντεχνία υποβάλλει αίτηση για έκδοση διατάγματος αναγνώρισης, ο εργοδότης να απασχολούσε την διαπραγματευτική μονάδα για την οποία υποβάλλεται αίτηση τουλάχιστον τους τελευταίους έξι μήνες, τουλάχιστον το 25% των εργοδοτουμένων που απασχολούνται στη διαπραγματευτική μονάδα να είναι μέλη της αιτούσας συντεχνίας και να μην εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία μεσολάβησης ενώπιον του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας. Ο εργοδότης δικαιούται εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της αίτησης να καταχωρήσει ένσταση εάν θεωρεί ότι δεν πληρούνται τα πιο πάνω κριτήρια. Για την εξέταση τυχόν ένστασης ο Έφορος καλεί τη συντεχνία και τον εργοδότη σε συνάντηση. Ο Έφορος μετά την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής ένστασης ενημερώνει γραπτώς εργοδότη και συντεχνία κατά πόσον η αίτηση γίνεται αποδεκτή ή όχι.
Σε περίπτωση που ο εργοδότης μετά την έκδοση διατάγματος αναγνώρισης αρνείται να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις τότε η επηρεαζόμενη συντεχνία έχει δικαίωμα να υποβάλει παράπονο στον Έφορο ή στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων. Το αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς που προκύπτει από την εφαρμογή του Νόμου αυτού είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
Οποιοσδήποτε εργοδότης αρνείται να αναγνωρίσει τη συντεχνία μετά την έκδοση διατάγματος αναγνώρισης, να διεξάγει διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη συλλογικής σύμβασης, στερεί το δικαίωμα πρόσβασης των εκπροσώπων των εργαζομένων σε διαδικασία αναγνώρισης και/ή προβαίνει κατά τη διάρκεια διαδικασίας αναγνώρισης σε μονομερή αλλαγή των όρων εργοδότησης των εργοδοτούμενων της διαπραγματευτικής μονάδας είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5,000. Σε περίπτωση δε που εμποδίζει τον Έφορο Συντεχνιών κατά την άσκηση των εξουσιών που του παρέχονται από τον Νόμο ή παραλείπει να παρουσιάσει στοιχεία ή έγγραφα που απαιτούνται από τον Νόμο ή απαντά ψευδώς σε έρευνα για την οποία παρέχεται εξουσία από τον Νόμο είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους 3 μήνες και/ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5,000 ή και τα δύο. Το Δικαστήριο κατά την επιβολή ποινής μπορεί επιπρόσθετα από τα πιο πάνω να εκδώσει διάταγμα διατάσσοντας πρόσωπο να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου μέσα σε χρονική περίοδο που θα καθορίσει. Αν τα προβλεπόμενα από τον παρόντα Νόμο αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ποινική ευθύνη φέρουν ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής ή γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του.

 

 

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..