Οι κυριότερες πρόνοιες του Νόμου Περί Προστασίας των Μισθών

 
Η κυπριακή νομοθεσία σχετικά με τους μισθούς των εργαζομένων και τις υποχρεώσεις των εργοδοτών έναντι των εργαζομένων διέπεται από τον Περί Προστασίας των Μισθών Νόμο του 2007 (Ν.35(I)/2007).
Σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθεσία, μισθός είναι κάθε χρηματική αντιμισθία από απασχόληση εργοδοτούμενου και οποιοδήποτε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει του Περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμο του 1967 (Ν.8/1967).
Οι μισθοί πρέπει να καταβάλλονται μηνιαίως ή εβδομαδιαίως, τοις μετρητοίς σε νόμιμο χρήμα, δηλαδή σε χαρτονομίσματα ή κέρματα ή μέσω λογαριασμού μισθών ή με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή και να πληρώνονται απευθείας στον εργοδοτούμενο. Η συχνότητα της πληρωμής πρέπει να είναι τουλάχιστον εβδομαδιαία εκτός στην περίπτωση όπου το προσωπικό αμείβεται μηνιαίως οπότε ο μισθός πρέπει να καταβάλλεται ανά μήνα.
Στην συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν επιτρέπονται αποκοπές ποσών από τον μισθό παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αυτές είναι είτε αποκοπές που προνοεί νόμος ή κανονισμός ή αποκοπές σύμφωνα με κανονισμούς ταμείων σύνταξης, ταμείων προνοίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Επίσης, μπορούν να γίνουν αποκοπές για αποζημίωση λόγω ζημιάς που υπέστη η επιχείρηση και που προκλήθηκε είτε σκόπιμα ή συνεπεία βαριάς αμέλειας του εργοδοτούμενου είτε άλλες αποκοπές ύστερα από την συγκατάθεση του εργοδοτούμενου ή ακόμα και αποκοπές δυνάμει δικαστικής απόφασης.
Εργοδοτούμενος του οποίου η απασχόληση τερματίζεται γιατί ο εργοδότης του κατέστη αφερέγγυος δικαιούται σε πληρωμή σύμφωνα με τον Περί της Προστασίας των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων σε Περίπτωση Αφερεγγυότητας του Εργοδότη Νόμο του 2001 (25(I)/2001).
Σε περίπτωση οποιασδήποτε τυχόν παράβασης του εργοδότη καθίσταται ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε έξι μήνες φυλάκιση ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €15,000 ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
Περαιτέρω, το δικαστήριο κατά την έκδοση σχετικής απόφασης έχει το δικαίωμα επιπρόσθετα να διατάξει την καταβολή στον εργοδοτούμενο οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού που οφείλεται από τον εργοδότη.
Επίσης, οποιοδήποτε πρόσωπο παρεμποδίσει επιθεωρητή να εξασκήσει τα καθήκοντα που του
παρέχονται δυνάμει του νόμου είτε αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα ή παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο που του έχει ζητηθεί να παρουσιάσει πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει είτε παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον Επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν καθίσταται ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης αυτού δύναται να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μήνες ή χρηματική ποινή μέχρι €10,000 ή και οι δύο αυτές ποινές.
Συνοψίζοντας, στα πλαίσια της εργοδότησης ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στο εργοδοτούμενο μισθό που έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους στα χρονικά διαστήματα που έχει συμφωνηθεί (ανά εβδομαδιαία/μηνιαία βάση) και σε περίπτωση παράλειψης της υποχρέωσης αυτής ο εργοδότης καθίσταται ένοχος ποινικού αλλά και αστικού αδικήματος. Αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..