Κανονισμοί σχετικά με διασυνοριακές περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων και καταχωρημένων συντρόφων

Τον Μάρτιο του 2016 η Επιτροπή πρότεινε, παράλληλα, δύο Κανονισμούς για την ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας σε σχέση με τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων, αλλά και καταχωρημένων συντρόφων. Οι εν λόγω Κανονισμοί ήλθαν να αντικαταστήσουν ένα ζεύγος προηγούμενων προτάσεων και, πιο συγκεκριμένα, υποβληθέντος το 2011, το οποίο δεν έτυχε ομόφωνης υποστήριξης στο Συμβούλιο.

Ι. Εισαγωγή

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αρμόδια να αναπτύσσει την συνεργασία στις αστικές υποθέσεις, που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, πράττει δε τούτο δια της θέσπισης μέτρων προσέγγισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών. Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αρμόδια να θεσπίζει κανόνες στον τομέα του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, υπό τον τίτλο «δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις». Ενώ, κατά γενικό κανόνα, για την θέσπιση ενωσιακών νομοθετημάτων σε σχέση με οικογενειακές διαφορές εφαρμόζεται η συνήθης νομοθετική διαδικασία, το άρθρο 81 (3) της Συνθήκης για την Λειτουργία της ΕΕ (ΣυνθΛΕΕ) προβλέπει μία ειδική νομοθετική διαδικασία, βάσει της οποίας το Συμβούλιο απαιτείται να αποφασίζει ομόφωνα, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το 2011, η Επιτροπή κατέθεσε προτάσεις, αφορώσες τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ των συζύγων και των καταχωρημένων συντρόφων. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη έδειξαν να δυσκολεύονται να αποδεχθούν την πρόταση, που αφορούσε τους καταχωρημένους συντρόφους. Ως εκ τούτου, κατά την 3η Δεκεμβρίου 2015 το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ομοφωνία δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ενώ, ταυτόχρονα, αρκετά ήταν τα κράτη μέλη, που εξέφρασαν την επιθυμία τους να προχωρήσουν με τις προτάσεις, τις αφορώσες την ενισχυμένη συνεργασία.

Νέες προτάσεις για ενισχυμένη συνεργασία

Την επιθυμία τους αυτή εξέφρασαν στην Επιτροπή 17 Κράτη Μέλη μεταξύ Δεκεμβρίου 2015 και Φεβρουαρίου 2016. Τον Μάρτιο του 2016, λοιπόν, η Επιτροπή κατέθεσε δύο νέες προτάσεις: η πρώτη αφορούσε την περιουσία των συζύγων και η άλλη την περιουσία των καταχωρημένων συντρόφων. Τα νέα κείμενα δεν είναι πανομοιότυπα μ’ εκείνα του 2011, καθώς έχουν ληφθεί υπ’ όψιν οι τροποποιήσεις, που προτάθηκαν από το Κοινοβούλιο το 2013, καθώς και η πολιτική συμφωνία, που επιτεύχθηκε στο Συμβούλιο το Νοέμβριο του 2015. Ειδικότερα, ενώ προβλέπεται η αυτόματη αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, η εκτέλεση αυτών δεν είναι αυτόματη, αλλά απαιτείται η κήρυξη της εκτελεστότητάς της από το Κράτος Μέλος , στο οποίο ζητείται η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης. Η δε κήρυξη της εκτελεστότητας μίας αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως δυνατό να απορριφθεί, αν, μεταξύ άλλων, η εν λόγω απόφαση αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, στο οποίο ζητείται η εκτέλεσή της. Μία άλλη σημαντική τροποποίηση συνίσταται στην εισαγωγή της αρχής της ενότητας του νομικού καθεστώτος, που ισχύει για τις περιουσιακές διαφορές των καταχωρημένων συντρόφων, ανεξαρτήτως του τόπου, όπου βρίσκεται η περιουσία (και δη το ακίνητο). Και οι δύο προτάσεις δίδουν τη δυνατότητα στο ζευγάρι να αποφασίσει το δίκαιο του κράτους μέλους, που θα διέπει τις μεταξύ των σχέσεις ως προς τα περιουσιακά ζητήματα: τα παντρεμένα ζευγάρια μπορούν να επιλέξουν είτε το δίκαιο της ιθαγένειάς τους είτε αυτό της συνήθους διαμονής τους, ενώ οι καταχωρημένοι σύντροφοι μπορούν περαιτέρω να επιλέξουν το δίκαιο της χώρας, στην οποία είναι καταχωρημένη η συμβίωση. Μετά τη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο και την συγκατάθεση του τελευταίου, η απόφαση για την έγκριση της ενισχυμένης συνεργασίας εξεδόθη ομόφωνα την 9η Ιουνίου 2016, με την επίτευξη μίας γενικής προσέγγισης στο Συμβούλιο από 18 Κράτη Μέλη. Η Εσθονία κατέστησε γνωστές τις προθέσεις της περί προσχώρησης σε αυτήν την ενισχυμένη συνεργασία σε μεταγενέστερο χρόνο.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Το Κοινοβούλιο παρέπεμψε τις δύο προτάσεις στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, με εισηγητή και για τις δύο τον Jean-Marie Cavada (ALDE, Γαλλία). Τη 14η Ιουνίου, η Επιτροπή εξέδωσε δύο εκθέσεις [2016/0059(CNS) και 2016/0060(CNS)]. Κάθε μία περιλαμβάνει μία μόνο τροποποίηση, ήτοι: τον ορισμό του «Κράτους Μέλους», δεικνύοντας, έτσι, ότι ως Κράτη Μέλη για τους σκοπούς αυτών των Κανονισμών νοούνται μόνο εκείνα, που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία. Η εν λόγω τροποποίηση συμμορφώνεται πλήρως με την προσέγγιση, που υιοθετήθηκε στον Κανονισμό Ρώμη ΙΙΙ αναφορικά με υποθέσεις διασυνοριακών διαζυγίων και δικαστικών χωρισμών. Ο εισηγητής κατέληξε ότι και οι δύο προτάσεις είναι προς το συμφέρον των διεθνών ζευγαριών, έχουν ληφθεί υπ’ όψιν οι τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου επί των προηγούμενων προτάσεων και, ως εκ τούτου, δεν πρότεινε περαιτέρω τροποποιήσεις.

ΙΙ. Κανονισμός, που αφορά τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων

Η εναρμόνιση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας θα απλουστεύσει σημαντικά τις διαδικασίες, αφού παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού, βάσει κοινών κανόνων, του δικαστηρίου, που έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί υποθέσεων σχετικών με το καθεστώς, που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Η επέκταση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, που επιλαμβάνονται υποθέσεων διαζυγίου, δικαστικών χωρισμών, ακυρώσεων γάμου ή κληρονομικών διαδοχών μετά τον θάνατο ενός εκ των συζύγων, κατ’ εφαρμογή άλλων Κανονισμών και/ή Οδηγιών της Ένωσης, στις συνδεόμενες διαδικασίες, που αφορούν το καθεστώς, που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, θα δώσει στους πολίτες τη δυνατότητα να εξετάζεται από το ίδιο δικαστήριο το σύνολο των ζητημάτων, που αφορούν την κατάστασή τους. Οι κανόνες αυτοί θα συμβάλλουν, περαιτέρω, στην απλούστευση των διαδικασιών, καθορίζοντας το εφαρμοστέο δίκαιο στη βάση ενός ενιαίου συνόλου κανόνων, το οποίο θα αντικαταστήσει τους υφιστάμενους εθνικούς κανόνες Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου των κρατών μελών. Τέλος, οι κανόνες, οι αφορώντες την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων θα διευκολύνουν την κυκλοφορία των πολιτών μεταξύ των κρατών μελών.

Πεδίο Εφαρμογής - Έννοια Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων

Πρόκειται περί αυτόνομης έννοιας, που σημαίνει, περαιτέρω, ότι για την ερμηνεία και τον προσδιορισμό της δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν οι εθνικές διατάξεις των κρατών μελών, αλλά η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. Η έννοια αυτή καλύπτει ζητήματα, που αφορούν την καθημερινή διαχείριση των περιουσιακών αγαθών των συζύγων, καθώς και εκείνα, που συνδέονται με την εκκαθάρισή τους, λόγω του χωρισμού του ζεύγους ή του θανάτου ενός εξ’ αυτών. Δεν καλύπτει, ωστόσο θέματα, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής άλλων Κανονισμών, όπως: υποχρεώσεις διατροφής, κυρίως, μεταξύ των συζύγων και κληρονομικά θέματα. Ζητήματα, που αφορούν την ύπαρξη ή την εγκυρότητα του γάμου ή την αναγνώριση αυτού σε άλλο κράτος μέλος εξακολουθούν να ρυθμίζονται από το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους, όπως, επίσης και τα ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης ή τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, σε περίπτωση διαζυγίου. Ο Κανονισμός δεν θίγει τον χαρακτήρα των εμπράγματων δικαιωμάτων επί περιουσιακών αγαθών, τον χαρακτηρισμό περιουσιακών αγαθών και δικαιωμάτων και τον προσδιορισμό προνομίων του δικαιούχου των δικαιωμάτων αυτών. Απαιτήσεις καταχώρησης στο κτηματολόγιο και τα αποτελέσματα αυτής, καθώς και η παράλειψη καταχώρησης αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού.

Διεθνής Δικαιοδοσία

Σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των συζύγων, αρμόδιο δικαστήριο για την εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων τους είναι αυτό, που αποφαίνεται και για την κληρονομική διαδοχή, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό (ΕΕ) 650/2012. Το δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί υποθέσεων διαζυγίου, ακύρωσης γάμου ή δικαστικού χωρισμού, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003, θα αποφαίνεται, εφόσον το έχουν συμφωνήσει οι σύζυγοι, και για την εκκαθάριση των περιουσιακών τους σχέσεων λόγω διαζυγίου, ακύρωσης γάμου ή δικαστικού χωρισμού. Σε υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, οι οποίες δεν συνδέονται με διαδικασίες κληρονομικής διαδοχής ή διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, για τον καθορισμό του δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο να επιληφθεί λαμβάνονται υπ’ όψιν τα εξής αντικειμενικά συνδετικά στοιχεία ιεραρχικώς: η κοινή συνήθης διαμονή των συζύγων ή η τελευταία κοινή συνήθης διαμονή τους, εφόσον ο ένας εξ’ αυτών συνεχίζει να διαμένει εκεί, ή η συνήθης διαμονή του εναγομένου. Άλλο κριτήριο είναι η κοινή ιθαγένεια των συζύγων. Οι σύζυγοι, ωστόσο, δύνανται να καταρτίζουν συμφωνίες, ρυθμίζοντας ποιο δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υποθέσεως περιουσιακών διαφορών. Τέτοια δικαιοδοσία δύναται να έχει το δικαστήριο, το δίκαιο του οποίου θα εφαρμόζεται για την επίλυση τυχόν ανακυπτόντων τέτοιων ζητημάτων ή το δικαστήριο του κράτους μέλους, στο οποίο τελέστηκε ο γάμος. Στην περίπτωση, που το εθνικό δίκαιο του δικαστηρίου του κράτους μέλους, που έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί μίας τέτοιας διαφοράς, δεν αναγνωρίζει τον εν λόγω γάμο, τότε κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο αυτό δύναται να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο. Αν, τέλος, κατ’ εφαρμογή των προρρηθέντων συνδετικών στοιχείων δεν θεμελιώνεται η δικαιοδοσία κανενός κράτους μέλους, τότε δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους, όπου ένας εκ των συζύγων ή αμφότεροι διατηρούν ακίνητη περιουσία. Ωστόσο το δικαστήριο θα έχει εξουσία να αποφαίνεται μόνο για την ακίνητη ιδιοκτησία, που βρίσκεται στο έδαφός του. Εφαρμοστέο Δίκαιο Ο Κανονισμός προκρίνει ένα ενιαίο καθεστώς, πράγμα, που σημαίνει ότι το σύνολο των περιουσιακών αγαθών των συζύγων (είτε αυτά είναι κινητά είναι ακίνητα) θα διέπεται από ένα μόνο δίκαιο. Οι σύζυγοι δύνανται να επιλέξουν, κατά την σύναψη του γάμου τους, ως εφαρμοστέο για τις περιουσιακές σχέσεις τους δίκαιο αυτό της συνήθους διαμονής ή της ιθαγένειάς τους. Σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους, θελήσουν να επιλέξουν άλλο εφαρμοστέο δίκαιο, μπορούν να πράξουν τούτο, επιλέγοντας ως εφαρμοστέο δίκαιο κάποιο από αυτά, που δεν επέλεξαν κατά την σύναψη του γάμου τους. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, λαμβάνονται υπ’όψιν τα προρρηθέντα αντικειμενικά συνδετικά στοιχεία, τα οποία εφαρμόζονται ιεραρχικά.

ΙΙΙ. Κανονισμός, που αφορά τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ καταχωρημένων συντρόφων

Η αυξανόμενη κινητικότητα των προσώπων εντός ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα συνεπάγεται την σημαντική αύξηση των ζευγαριών οιασδήποτε μορφής μεταξύ των υπηκόων διαφορετικών κρατών μελών, οι οποίοι ζουν σε διαφορετικό κράτος μέλος από το δικό τους ή αποκτούν συχνά περιουσιακά αγαθά, που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη. Πρόκειται για διεθνή ζευγάρια, τα οποία αντιμετωπίζουν πρακτικές, αλλά και νομικές δυσκολίες τόσο κατά την καθημερινή διαχείριση των περιουσιακών αγαθών τους, όσο και κατά τον χρόνο της διανομής τους, σε περίπτωση χωρισμού του ζεύγους ή θανάτου ενός εκ των μελών του. Η καταχωρημένη συμβίωση αφορά την ένωση δύο προσώπων, τα οποία έχουν σταθερή σχέση και επισήμως καταχωρημένη από δημόσια αρχή. Με τον Κανονισμό αυτό επιδιώκεται η θέσπιση ενός σαφούς νομικού πλαισίου, που να καλύπτει τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου στις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρημένων συντρόφων, και η διευκόλυνση της κυκλοφορίας των σχετικών αποφάσεων και επίσημων εγγράφων μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών μελών.Η εναρμόνιση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας θα απλουστεύσει σημαντικά τις διαδικασίες, αφού παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού, βάσει κοινών κανόνων, του δικαστηρίου, που έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί υποθέσεων σχετικών με το καθεστώς, που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρημένων συντρόφων. Η επέκταση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, που επιλαμβάνονται υποθέσεων λύσης της σχέσης συμβίωσης ή κληρονομικής διαδοχής μετά τον θάνατο ενός εκ των συντρόφων, κατ’ εφαρμογή άλλων Κανονισμών και/ή Οδηγιών της Ένωσης, στις συνδεόμενες διαδικασίες, που αφορούν το καθεστώς, που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συντρόφων, θα δώσει στους πολίτες τη δυνατότητα να εξετάζεται από το ίδιο δικαστήριο το σύνολο των ζητημάτων, που αφορούν την κατάστασή τους. Οι κανόνες, που αφορούν το εφαρμοστέο δίκαιο, θα συμβάλλουν, περαιτέρω, στην απλούστευση των διαδικασιών, καθορίζοντας το εφαρμοστέο δίκαιο στη βάση ενός ενιαίου συνόλου κανόνων, το οποίο θα αντικαταστήσει τους υφιστάμενους εθνικούς κανόνες Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου των κρατών μελών. Τέλος, οι κανόνες, οι αφορώντες την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων θα διευκολύνουν την κυκλοφορία των πολιτών μεταξύ των κρατών μελών.

Πεδίο Εφαρμογής - Έννοια Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων

Πρόκειται περί αυτόνομης έννοιας, που σημαίνει, περαιτέρω, ότι για την ερμηνεία και τον προσδιορισμό της δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν οι εθνικές διατάξεις των κρατών μελών, αλλά η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. Η έννοια αυτή καλύπτει ζητήματα, που αφορούν την καθημερινή διαχείριση των περιουσιακών αγαθών των καταχωρημένων συντρόφων, καθώς και εκείνα, που συνδέονται με την εκκαθάρισή τους, λόγω του χωρισμού του ζεύγους ή του θανάτου ενός εξ’ αυτών. Δεν καλύπτει, ωστόσο θέματα, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής άλλων Κανονισμών, όπως υποχρεώσεις διατροφής, κυρίως, μεταξύ των συντρόφων και κληρονομικά θέματα. Ζητήματα, που αφορούν την ύπαρξη ή την εγκυρότητα μιας σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης ή την αναγνώριση αυτής σε άλλο κράτος μέλος εξακολουθούν να ρυθμίζονται από το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους, όπως, επίσης και τα ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης ή τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, σε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης. Ο Κανονισμός δεν θίγει τον χαρακτήρα των εμπράγματων δικαιωμάτων επί περιουσιακών αγαθών, τον χαρακτηρισμό περιουσιακών αγαθών και δικαιωμάτων και τον προσδιορισμό προνομίων του δικαιούχου των δικαιωμάτων αυτών. Απαιτήσεις καταχώρησης στο κτηματολόγιο και τα αποτελέσματα αυτής, καθώς και η παράλειψη καταχώρησης αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού.

Διεθνής Δικαιοδοσία

Σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των συντρόφων, αρμόδιο δικαστήριο να αποφαίνεται για την κληρονομική διαδοχή του αποθανόντος συντρόφου, αλλά και για την εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων τους είναι αυτό, που θα προέκυπτε, δυνάμει στου Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012. Το δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί υποθέσεων λύσης ή ακύρωσης μιας σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης, θα αποφαίνεται, εφόσον έχουν συναινέσει οι σύντροφοι, και για την εκκαθάριση των περιουσιακών τους σχέσεων, που προκαλείται από την λύση ή την ακύρωση της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης. Σε υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων των συντρόφων, οι οποίες δεν συνδέονται με διαδικασίες κληρονομικής διαδοχής ή με την λύση ή ακύρωση της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης, για τον καθορισμό του δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο να επιληφθεί λαμβάνονται υπ’ όψιν τα εξής αντικειμενικά συνδετικά στοιχεία ιεραρχικώς: η κοινή συνήθης διαμονή των συντρόφων ή η τελευταία τους κοινή συνήθης διαμονή, εφόσον ο ένας εξ’ αυτών συνεχίζει να διαμένει εκεί ή η συνήθης διαμονή του εναγομένου. Άλλο κριτήριο είναι η κοινή ιθαγένεια των συντρόφων, καθώς και το κράτος μέλος, στο οποίο δημιουργήθηκε η σχέση καταχωρημένης συμβίωσης. Οι σύντροφοι, ωστόσο, μπορούν να καταρτίζουν συμφωνίες και να ρυθμίζουν ποιο δικαστήριο θα έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί μίας υπόθεσης περιουσιακών διαφορών. Τέτοια δικαιοδοσία δύναται να έχει το δικαστήριο, το δίκαιο του οποίου θα εφαρμόζεται για την επίλυση τυχόν ανακυπτόντων τέτοιων ζητημάτων ή το δικαστήριο του κράτους μέλους, στο οποίο δημιουργήθηκε η σχέση καταχωρημένης συμβίωσης. Στην περίπτωση, που το εθνικό δίκαιο του δικαστηρίου του κράτους μέλους, που έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί μίας τέτοιας διαφοράς, δεν προβλέπει τον θεσμό της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης, τότε κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο αυτό δύναται να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο. Η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται, αν οι σύντροφοι έχουν επιτύχει έκδοση απόφασης λύσης ή ακύρωσης της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσής τους και αυτή η λύση ή η ακύρωση δύναται να αναγνωριστεί από το δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους. Αν, τέλος, κατ’ εφαρμογή των προρρηθέντων συνδετικών στοιχείων δεν θεμελιώνεται η δικαιοδοσία κανενός κράτους μέλους, τότε δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους, όπου ένας εκ των συντρόφων ή αμφότεροι διατηρούν ακίνητη περιουσία. Ωστόσο το δικαστήριο θα έχει εξουσία να αποφαίνεται μόνο για την ακίνητη ιδιοκτησία, που βρίσκεται στο έδαφός του.

Εφαρμοστέο Δίκαιο

Ο Κανονισμός προκρίνει ένα ενιαίο καθεστώς, πράγμα, που σημαίνει ότι το σύνολο των περιουσιακών αγαθών των συντρόφων (είτε αυτά είναι κινητά είναι ακίνητα) θα διέπεται από ένα μόνο δίκαιο. Οι σύντροφοι δύνανται να επιλέξουν, κατά την στιγμή της δημιουργίας της καταχωρημένης σχέσης συμβίωσης, ως εφαρμοστέο για τις περιουσιακές σχέσεις τους δίκαιο αυτό της συνήθους διαμονής ή της ιθαγένειάς τους ή το δίκαιο του κράτους, στο οποίο δημιουργήθηκε η σχέση καταχωρημένης συμβίωσης. Σε περίπτωση που, σε μεταγενέστερο χρόνο, επιθυμούν να αλλάξουν το δίκαιο, που έχουν επιλέξει ως εφαρμοστέο, μπορούν να το πράξουν και να επιλέξουν μόνο κάποιο από αυτά, που θα μπορούσαν να επιλέξουν κατά την στιγμή της δημιουργίας της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσής τους. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο του κράτους, στο οποίο δημιουργήθηκε η σχέση καταχωρημένης συμβίωσης. Κατ’ εξαίρεση, ένας εκ των συντρόφων δύναται να υποβάλει αίτημα σε δικαστήριο, προκειμένου το εφαρμοστέο δίκαιο να είναι το δίκαιο του κράτους της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής των συντρόφων.

Το παρόν άρθρο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί νομική συμβουλή. Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος και την παροχή εξειδικευμένης νομικής συμβουλής επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αντώνης Πασχαλίδης & Σία ΔΕΠΕ.