Παρακοή Διατάγματος Δικαστηρίου

Το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/1960), προσδιορίζει την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την τιμωρία προσώπων (φυσικών ή νομικών) σχετικά με την παρακοή διαταγμάτων. Για να ενεργοποιηθεί η δικαιοδοσία, που δίδει το εν λόγω άρθρο, θα πρέπει να τηρηθούν οι προϋποθέσεις, που θέτει η Δ. 42 Α (1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ήτοι: (α) να υπάρχει διάταγμα, (β) το διάταγμα να φέρει την αναγκαία οπισθογράφηση, (γ) το διάταγμα να έχει επιδοθεί προσωπικά στον υπόχρεο γονέα και (δ) να έχει επιδοθεί προσωπικά στον τελευταίο και η αίτηση παρακοής. Η φύση της διαδικασίας αυτής είναι οιονεί ποινική, όχι μόνο διότι επιφέρει ανάλογες σοβαρές είτε οικονομικές κυρώσεις υπό τύπο προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας, είτε ακόμη και στέρηση της ελευθερίας με φυλάκιση, αποβλέποντας στην τιμωρία του παραβάτη, αλλά και διότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου θα πρέπει να ικανοποιούνται. Θα πρέπει δηλαδή η παρακοή του διατάγματος να είναι ηθελημένη και ν’ αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Για ν’ αποδειχθεί η παρακοή διατάγματος θα πρέπει να συνυπάρχει τόσο η αντικειμενική υπόσταση (actus reus), όσο και η υποκειμενική (mens rea). Συνεπώς, το αποτέλεσμα της ανυπακοής δεν αρκεί. Πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του Δικαστηρίου. Έτσι, τυχόν παράβαση των όρων του διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο δεν επιφέρει την καταδίκη του παραβάτη, εφόσον η συμπεριφορά του δεν καταδεικνύει ούτε αδιαφορία προς το διάταγμα, ούτε πρόθεση καταστρατήγησης των όρων του.

 Περαιτέρω, τυχόν παράλειψη συμμόρφωσης του υπόχρεου γονέα με τους όρους του διατάγματος, ενδεχομένως να συνιστά την διάπραξη του προβλεπόμενου στο άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα ποινικού αδικήματος. Σε περιπτώσεις καταγγελιών για παρακοή Διατάγματος Επικοινωνίας (ακόμη και αν το διάταγμα αυτό είναι προσωρινής φύσης), η Αστυνομία προχωρεί σε ταχεία ποινική διερεύνηση, ακόμη και σε σύλληψη του υπόπτου προς αποκατάσταση της νομιμότητας και προς υποστήριξη του ατόμου υπέρ του οποίου εκδόθηκε το Διάταγμα. Συνεπώς, εάν το ενδιαφερόμενο μέρος καταγγείλει την παρακοή ενός τέτοιου Διατάγματος, η Αστυνομία θα πρέπει να προχωρήσει με την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του προσώπου, που δεν συμμορφώθηκε με το περιεχόμενό του, αφού προηγουμένως αξιολογήσει τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εάν η Αστυνομία αποφασίσει να προχωρήσει με την σύλληψη του γονέα, θα αποφύγει να τον συλλάβει στην παρουσία του ανήλικου παιδιού, όπως, επίσης, θα αποφύγει να χρησιμοποιήσει χειροπέδες, ενώ θα πρέπει, γενικά, να επιδεικνύει την ανάλογη ευαισθησία.

Εν κατακλείδι, η παρακοή διαταγμάτων του Δικαστηρίου υποσκάπτει την απονομή της δικαιοσύνης και αυτό καθαυτό το θεμέλιο του κράτους δικαίου. Ειδικότερα, στον ευαίσθητο τομέα του Οικογενειακού Δικαίου και των σχέσεων γονέων και τέκνων, θα πρέπει οι γονείς να θυμούνται, ότι τα διατάγματα αυτά «εκδίδονται κατά κύριο λόγο προς όφελος των ανήλικων τέκνων, εφόσον αναγνωρίζεται η μεγάλη σημασία της επικοινωνίας τους και με τους δύο γονείς, παρά το χωρισμό των τελευταίων». Οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την όσο το δυνατό πιο ομαλή ανάπτυξη οικογενειακών δεσμών και την απάλειψη ή μείωση των τραυματικών επιπτώσεων του χωρισμού στα παιδιά τους.

Το παρόν άρθρο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί νομική συμβουλή. Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος και την παροχή εξειδικευμένης νομικής συμβουλής επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αντώνης Πασχαλίδης & Σία ΔΕΠΕ (τηλ.22661661, email: info@paschalides.com).