Προσφυγή: Βασικές Πληροφορίες

Εισαγωγή

Το sui generis νομικό σύστημα που ισχύει στην Κύπρο, αν και σε πολλές, ίσως τις περισσότερες, από τις εκφάνσεις του παρουσιάζει εντυπωσιακές ομοιότητες με το αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα, ως αποτέλεσμα της αγγλοκρατίας, εν τούτοις περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία ακολουθούν το νομικό σύστημα της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Το διοικητικό δίκαιο είναι ένας ειδικότερος κλάδος του δημοσίου δικαίου, το οποίο ρυθμίζει την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, του κρατικού δηλαδή μηχανισμού, καθώς και τις σχέσεις της προς τους ιδιώτες, τους καλούμενους «διοικούμενους», και τις άλλες κρατικές λειτουργίες. Το κυπριακό διοικητικό δίκαιο αποτελεί ουσιαστικά μια αναθεωρημένη μεταφορά του αντίστοιχου ελληνικού διοικητικού δικαίου (το οποίο υιοθετεί το αντίστοιχο γαλλικό), τροποποιημένη κατάλληλα, προκειμένου να καταστεί εφαρμόσιμη και λειτουργήσιμη στην κυπριακή έννομη τάξη. Βασικές πηγές του κυπριακού διοικητικού δικαίου αποτελούν το Σύνταγμα, ειδικότερα το άρθρο 146 αυτού, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πλέον του Διοικητικού Δικαστηρίου και ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος Ν.158(Ι)/1999.

Το άρθρο 146 του Συντάγματος παρέχει σε κάθε πρόσωπο του οποίου προσβάλλεται ευθέως ίδιο, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον από οποιαδήποτε πράξη, απόφαση, ή παράλειψη της διοίκησης, να προσφεύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο με αίτηση ακύρωσης, αν θεωρεί ότι η πράξη αυτή της διοίκησης παραβιάζει το Σύνταγμα ή τους νόμους. Το ένδικο μέσο, το οποίο θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ο πολίτης προς τον εν λόγω σκοπό, είναι αυτό της προσφυγής.

 

Προϋποθέσεις για την άσκηση της προσφυγής

Προτού γίνει αναφορά σε αυτήν καθ’ εαυτή την διαδικασία της προσφυγής, κρίνεται απαραίτητο στο σημείο αυτό να παρατεθούν οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν σε μία πράξη ή παράλειψη της διοίκησης, ώστε να δύναται ο πολίτης να την προσβάλει με προσφυγή. Συγκεκριμένα μια πράξη ή παράλειψη της διοίκησης θα πρέπει (α) να είναι διοικητική, δηλαδή να προέρχεται από διοικητικό όργανο και να εκδίδεται ή διενεργείται στο πλαίσιο της άσκησης, από το εν λόγω όργανο, της εκτελεστικής ή διοικητικής του λειτουργίας (να είναι επομένως πράξη δημοσίου δικαίου) και (β) να είναι εκτελεστή, να παράγει δηλαδή έννομα αποτελέσματα έναντι του πολίτη με την δημιουργία, τροποποίηση ή κατάργηση είτε ενός δικαιώματος (συμφέροντος) είτε μιας υποχρέωσης του πολίτη. Σε περίπτωση που ισχύουν και οι δύο αυτές προϋποθέσεις, τότε ο πολίτης ο οποίος έχει ίδιο, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον στην ακύρωση της εν λόγω πράξης ή παράλειψης, νομιμοποιείται να την προσβάλει με το ένδικο μέσο της προσφυγής.

 

Περιπτώσεις διοικητικών πράξεων, που προσβαλλονται με προσφυγή

Οι ακόλουθες αποτελούν μερικές από τις συνηθέστερες περιπτώσεις διοικητικών πράξεων οι οποίες δύνανται να προσβληθούν με το ένδικο μέσο της προσφυγής

1. Το διάταγμα απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας,

2. Ο διορισμός ή η προαγωγή στην δημόσια υπηρεσία,

3. Η άρνηση παραχώρησης αδειών κάθε μορφής,

4. Οι αποφάσεις σε πειθαρχική δίκη δημοσίου λειτουργού,

5. Το διάταγμα επίταξης.

Διοικητική διαδικασία – Αρμόδιο δικαστήριο

Αντίθετα με τα όσα ισχύουν στις αστικές διαδικασίες όσον αφορά την αρμοδιότητα των Επαρχιακών Δικαστηρίων, στην Κύπρο δεν υπάρχουν ειδικά διοικητικά δικαστήρια ανά επαρχία. Υπάρχει το Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο εδρεύει στην Λευκωσία, και είναι επιφορτισμένο με την πρωτοβάθμια εκδίκαση των διοικητικών διαφορών. Το Ανώτατο Δικαστήριο δικάζει τυχόν εφέσεις κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου.

Η διαδικασία της προσφυγής αρχίζει με την καταχώρηση στο Πρωτοκολλητείο του Διοικητικού Δικαστηρίου του δικογράφου της προσφυγής, της λεγόμενης «Αίτησης». Με το εν λόγω δικόγραφο προβάλλονται οι διάφοροι νομικοί λόγοι, τους οποίους επικαλείται ο Αιτητής για την ακύρωση της πράξης της διοίκησης καθώς και τα γεγονότα, στα οποία στηρίζει την προσφυγή. Η προσφυγή θα πρέπει να στρέφεται εναντίον συγκεκριμένης πράξης της διοίκησης, διαφορετικά θεωρείται ως αβάσιμη και ίσως να απορριφθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο.

Με την καταχώρηση της προσφυγής, η υπόθεση ορίζεται σε μια ημερομηνία ενώπιον του Δικαστηρίου και ακολούθως επιδίδεται στον Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος είναι το αρμόδιο τμήμα της διοίκησης το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την προσφυγή διοικητική πράξη. Ο Καθ’ ου η Αίτηση από την επίδοση σ’ αυτόν της προσφυγής έχει, σύμφωνα με τους περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Κανονισμούς (Αρ. 1) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2015 (6/2015), χρονικό περιθώριο 45 ημερών ώστε να καταχωρήσει ένσταση στην προσφυγή. Με την ένσταση στην προσφυγή, ο Καθ’ ου η Αίτηση αντικρούει τους λόγους που προβάλλει ο Αιτητής για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, με αναφορά στα πραγματικά περιστατικά και με παραπομπή σε σχετικά έγγραφα, τα οποία αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου (τα εν λόγω έγγραφα επισυνάπτονται στην ένσταση). Στην πρακτική η εν λόγω προθεσμία των 45 ημερών τηρείται από σπανίως έως καθόλου, λόγω κυρίως του δυσκίνητου μηχανισμού της δημόσιας διοίκησης. Ως εκ τούτου, ο δικηγόρος του Καθ’ ου η Αίτηση, συνήθως θα ζητήσει από το Δικαστήριο περαιτέρω χρόνο για την καταχώρηση της ένστασής του.

Στη διοικητική δίκη έχει το δικαίωμα να παρέμβει και τρίτο πρόσωπο, το οποίο καλείται «ενδιαφερόμενο μέρος», σε περίπτωση που έχει έννομο συμφέρον στην μη ακύρωση της πράξης, που προσβάλλεται με την προσφυγή. Για παράδειγμα, ο δημόσιος λειτουργός, του οποίου η προαγωγή ή ο διορισμός προσβάλλεται με την προσφυγή.

Μετά την καταχώρηση της ένστασης, δίνονται στους διάδικους οδηγίες από το Διοικητικό Δικαστήριο για την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων. Πρώτος θα καταχωρήσει τη γραπτή του αγόρευση ο Αιτητής, ακολούθως ο Καθ’ ου η Αίτηση (και τα ενδιαφερόμενα μέρη αν τυχόν υπάρχουν), ο οποίος θα προσπαθήσει να αντικρούσει τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο πρώτος, και τέλος δίδεται στον Αιτητή το δικαίωμα να καταχωρήσει και απαντητική γραπτή αγόρευση, με την οποία θα απαντά στους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η Αίτηση. Σε αντίθεση με την ποινική, η διοικητική διαδικασία, διενεργείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της γραπτώς. Για το λόγο αυτό και είναι κατά πολύ ταχύτερη από την αστική διαδικασία.

Με  τη συμπλήρωση των γραπτών αγορεύσεων, η υπόθεση ορίζεται ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου για προφορικές διευκρινίσεις των σημείων που εγέρθηκαν στις γραπτές αγορεύσεις και παρουσίαση του διοικητικού φακέλου. Σε αντίθεση με όσα ισχύουν στην αστική, στη διοικητική διαδικασία δεν καλούνται συνήθως μάρτυρες, προκειμένου να αποδειχθούν τα όσα ισχυρίζονται οι διάδικοι στην αγορεύσεις τους, καθώς τα αποδεικτικά στοιχεία περιέχονται στον διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, και όχι οι διάδικοι, έχει την πρωτοβουλία να καλέσει μάρτυρες, κάτι το οποίο όμως πράττει ιδιαίτερα σπάνια.

Απόφαση στην προσφυγή

Με το πέρας των διευκρινίσεων, ολοκληρώνεται η διοικητική δίκη και το Διοικητικό Δικαστήριο επιφυλάσσει την απόφασή του, την οποία εκδίδει σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Η απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να είναι είτε η επιτυχία της προσφυγής και η επακόλουθη ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, είτε η απόρριψη της προσφυγής και η επικύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Αντίθετα με τα ισχύοντα στην Ελλάδα, στην Κύπρο το διοικητικό δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν έχει την εξουσία να τροποποιήσει την διοικητική πράξη, καθώς ο έλεγχος, τον οποίο ασκεί, είναι αποκλειστικά και μόνο ακυρωτικός και όχι έλεγχος ουσίας, και συνεπώς μπορεί είτε να ακυρώσει την διοικητική πράξη είτε να την επικυρώσει. Για παράδειγμα, σε μια προσφυγή που αφορά προαγωγή δημοσίου λειτουργού, το δικαστήριο μπορεί είτε να ακυρώσει την προαγωγή είτε να την επικυρώσει. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να την τροποποιήσει ώστε αντί για τον προαχθέντα λειτουργό, να προαχθεί ο Αιτητής της προσφυγής. Αυτό είναι έργο της διοίκησης και το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επέμβει υποκαθιστώντας την κρίση της Διοίκησης.

Με την έκδοση της απόφασης, σε περίπτωση κατά την οποία το Διοικητικό Δικαστήριο αποφασίζει να ακυρώσει την προσβληθείσα πράξη, η διοίκηση υποχρεούται (βάση του άρθρου 146 παράγραφος 5 του Συντάγματος) σε πλήρη και ενεργό συμμόρφωση προς την εκδοθείσα απόφαση του δικαστηρίου. Η υποχρέωση της διοίκησης έγκειται στην αφ’ ενός αποκατάσταση  των πραγμάτων στη θέση, στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας διοικητικής πράξης και αφ’ ετέρου στην επανεξέταση της ακυρωθείσας πράξης και την έκδοση νέας διοικητικής πράξης, η οποία θα είναι σε πλήρη συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου.

Το παρόν άρθρο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί νομική συμβουλή. Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος και την παροχή εξειδικευμένης νομικής συμβουλής επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. (τηλ.22661661, email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.).