Αστική Αγωγή: Βασικές Πληροφορίες

Τα πλείστα, αν όχι όλα, από τα νομικά συστήματα που ισχύουν στον κόσμο, διακρίνουν τις δικαστικές διαδικασίες στις ακόλουθές τρεις ειδικότερες μορφές: ποινική διαδικασία, αστική διαδικασία και διοικητική διαδικασία. Αξίζει να σημειωθεί στο παρόν στάδιο ότι οι διαδικασίες που εφαρμόζονται στο εργατικό δικαστήριο, στο οικογενειακό δικαστήριο καθώς και στο δικαστήριο ελέγχου ενοικιάσεων αποτελούν ειδικότερες μορφές της αστικής διαδικασίας και για το λόγο αυτό προσομοιάζουν ιδιαίτερα με αυτήν.

Προτού γίνει αναφορά σε λεπτομέρειες που αγγίζουν την διαδικασία μιας αστικής αγωγής, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το νομικό πλαίσιο το οποίο περιβάλλει την αστική διαδικασία αποτελούν κυρίως οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας καθώς και οι αποφάσεις των Δικαστηρίων, τα οποία είναι δημοσιευμένα στο διαδίκτυο και ο καθένας μπορεί να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε αυτά, μέσω της ιστοσελίδας www.cylaw.org.

Το αστικό δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το έργο της επίλυσης των διαφορών των μερών μιας αστικής δίκης. Ποιες όμως είναι οι αστικές διαφορές και πως μπορεί κανείς να τις διακρίνει; Αστικές ονομάζονται οι διαφορές οι οποίες άπτονται του ιδιωτικού δικαίου, δεν επιφέρουν αυτές καθ’ εαυτές ποινική τιμωρία και δημιουργούνται μεταξύ δύο (ή περισσοτέρων) ιδιωτών (είτε φυσικών είτε νομικών προσώπων). Τα πλέον συνήθη παραδείγματα αστικών διαφορών που μπορούν να αναφερθούν είναι η παράβαση σύμβασης, η επαγγελματική αμέλεια (π.χ. ιατρική αμέλεια) και η δυσφήμηση.

Η αστική αγωγή αποτελεί το ένδικο μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται για την έναρξη της διαδικασίας στο αστικό δικαστήριο. Η αγωγή συντάσσεται από τον δικηγόρο του Ενάγοντα και καταχωρείται στο δικαστήριο της επαρχίας που έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της επίδικης διαφοράς. Μετά την καταχώρησή της, η αγωγή επιδίδεται στον Εναγόμενο. Από τη λήψη του εντύπου της αγωγής, ο Εναγόμενος έχει χρονικό περιθώριο 10 ημερών προκειμένου να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης στο δικαστήριο. Σε περίπτωση που ο Εναγόμενος αμελήσει να το πράξει, τότε δίδεται στον Ενάγοντα το δικαίωμα (μετά την πάροδο των 10 ημερών) να προχωρήσει την διαδικασία της αγωγής, ακόμα και να εκδώσει δικαστική απόφαση στην αγωγή, εναντίον του Εναγομένου. Για το λόγο αυτό, η προθεσμία των 10 ημερών για την καταχώρηση εμφάνισης θεωρείται από τις πιο σημαντικές στα πλαίσια της αστικής διαδικασίας και θα πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα προσεκτικός σε περίπτωση που του επιδοθεί μια αγωγή.

Το πρώτο στάδιο μιας αστικής αγωγής, σε περίπτωση βέβαια που έχει καταχωρηθεί εμφάνιση από τον Εναγόμενο, αποτελεί το στάδιο των δικογράφων. Σε αρκετές περιπτώσεις το πρώτο δικόγραφο που πρέπει να καταχωρήσει ο Ενάγοντας, η λεγόμενη «Έκθεση Απαίτησης» καταχωρείται ταυτόχρονα με την καταχώρηση του εντύπου της Αγωγής και, ως εκ τούτου, επιδίδεται αυτόματα στον Εναγόμενο. Ακολούθως ο Εναγόμενος θα πρέπει να καταχωρήσει τη λεγόμενη «Υπεράσπιση» (και τυχόν «Ανταπαίτηση» στην απαίτηση του Ενάγοντα, αν έχει) και τέλος, ο Ενάγοντας, εφόσον επιθυμεί να απαντήσει στους ισχυρισμούς που ο Εναγόμενος προβάλλει με την Υπεράσπισή του, μπορεί να καταχωρήσει «Απάντηση στην Υπεράσπιση». Το στάδιο των δικογράφων γίνεται σχεδόν στο σύνολό του γραπτώς και αποτελεί μια πρώτη ανταλλαγή ισχυρισμών και θέσεων μεταξύ των μερών μιας αστικής δίκης. Ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση των δικογράφων εξαρτάται πάντοτε από την κάθε υπόθεση και μπορεί να κυμανθεί από μερικούς μήνες, μέχρι και σε πολύ περισσότερο – ιδιαίτερα σε περιπλεγμένες υποθέσεις.

Με την ολοκλήρωση των δικογράφων, η αγωγή ορίζεται για οδηγίες ενώπιον του δικαστή ο οποίος θα την επιληφθεί και παίρνει τη σειρά της προκειμένου να ακουστεί. Είναι ομολογουμένως, κοινό μυστικό ότι οι αγωγές ενώπιον των δικαστηρίων μπορεί να χρειαστούν έως και μερικά χρόνια προκειμένου να εκδικαστούν και να εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Αυτό μπορεί να οφείλεται κυρίως στο μεγάλο όγκο υποθέσεων, οι οποίες κατακλύζουν καθημερινά τα δικαστήρια. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που δημοσίευσε το Ανώτατο Δικαστήριο, μόνο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκκρεμούσαν μέχρι το τέλος του 2009 σχεδόν 10 χιλιάδες αστικές αγωγής, ενώ ανά το παγκύπριο εκκρεμούσαν άνω των 25 χιλιάδων αγωγών.[1]

Μέχρι την ημέρα που θα ξεκινήσει ενώπιον του δικαστηρίου η ακρόαση της αγωγής, οι διάδικοι έχουν την ευκαιρία να εξετάσουν διάφορα επιμέρους επίδικα θέμα, καθώς και να γίνει τυχόν προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς. Εφόσον επέλθει συμβιβασμός που θα γίνει αποδεκτός και από τις δύο πλευρές, τότε δεν υπάρχει ανάγκη για να ακουστεί η υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου, και η αγωγή μπορεί είτε να αποσυρθεί ως διευθετηθείσα, είτε να εκδοθεί εκ συμφώνου απόφαση δικαστηρίου που θα είναι σύμφωνη με τον συμβιβασμό που επιτεύχθηκε μεταξύ των μερών. Σε κάθε περίπτωση η αγωγή ολοκληρώνεται με ένα από τους τρόπους αυτούς.

Η ακρόαση της αγωγής είναι ο μοναδικός τρόπος για την ολοκλήρωση της αστικής αγωγής, σε περίπτωση που τα μέρη δεν καταλήξουν σε μεταξύ τους συμβιβασμό. Η ακρόαση γίνεται υπό τη μορφή της παρουσίασης στο δικαστήριο της μαρτυρίας, την οποία τα μέρη επιθυμούν να προσκομίσουν προκειμένου να στοιχειοθετήσουν και να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους. Σε κάθε περίπτωση η κάθε πλευρά έχει το δικαίωμα και την επιλογή να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς, αντεξετάζοντας. Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας όλων των μερών, το δικαστήριο επιφυλάσσει την απόφασή του, την οποία και εκδίδει αφού μελετήσει πολύ προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας και τα τεκμήρια τα οποία τυχόν προσκομίστηκαν στην ακρόαση.

Με την έκδοση της δικαστικής απόφασης ολοκληρώνεται η διαδικασία της αστικής αγωγής και δίδεται προθεσμία 42 ημερών στα μέρη προκειμένου να καταχωρήσουν στο Ανώτατο Δικαστήριο, έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Επομένως, εφόσον ο διάδικος εις βάρος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση επιθυμεί να την εφεσιβάλει, θα πρέπει να το πράξει εντός 42 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Είναι σημαντικό να τηρηθεί η πιο πάνω προθεσμία, καθώς είναι αποκλειστική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παραταθεί.

Σε περίπτωση που καταχωρηθεί έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και αφού έχουν ετοιμαστεί τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης, η έφεση ορίζεται για προδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το στάδιο της προδικασίας μπορεί να λεχθεί ότι αποτελεί στάδιο αντίστοιχο με αυτό των οδηγιών που ισχύει στην πρωτοβάθμια διαδικασία. Κατά την προδικασία, εφόσον το δικαστήριο θεωρήσει ότι οι λόγοι έφεσης τους οποίους προβάλλει ο εφεσείοντας είναι αιτιολογημένοι, δίνει οδηγίες για να ετοιμαστούν και από τις δύο πλευρές περιγράμματα αγόρευσης. Αξίζει να αναφερθεί ότι η διαδικασία της έφεσης διενεργείται στο μεγαλύτερο μέρος της γραπτώς, ενώ τα μέρη έχουν σχετικά λίγο χρόνο για να αγορεύσουν προφορικά στο Δικαστήριο. Κατά την έφεση δεν προσκομίζεται μαρτυρία, παρά μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, ενώ εφόσον έχουν ετοιμαστεί τα περιγράμματα αγόρευσης η όλη διαδικασία ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο και ακολούθως το Εφετείο επιφυλάσσει την απόφασή του.

Στην Κύπρο, όπως και σε όλες τις χώρες του κόσμου όπου ισχύει το αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα του κοινοδικαίου, υπάρχουν μόνο δύο βαθμοί δικαιοδοσίας. Αντίθετα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ισχύει το ηπειρωτικό νομικό σύστημα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να υπάρξει και τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου με την έκδοση απόφασης επί της έφεσης, ολοκληρώνεται η κάθε δυνατή διαδικασία στο πλαίσιο μιας αστικής αγωγής και το μέρος εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου δεν έχει άλλη ευκαιρία να ανατρέψει την εκδοθείσα απόφαση.

  

 

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..