Η τροποποίηση του περί Πτώχευσης νόμου (Κεφάλαιο 5)

Τον Δεκέμβριο του 2012 η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον περί Πτώχευσης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2012 (Ν.206(Ι)/2012), ο οποίος επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στον βασικό νόμο Περί Πτώχευσης και στο μέχρι πρότινος ισχύον πτωχευτικό καθεστώς στην Κύπρο.

'Οροι για την υποβολή αίτησης πτώχευσης

Καταρχάς, με τον τροποποιητικό νόμο θεσπίζονται αλλαγές στους όρους βάσει των οποίων κάποιος πιστωτής δύναται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης. Ειδικότερα, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασικού νόμου, πιστωτής δικαιούνταν να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη μόνο εάν, μεταξύ άλλων, το χρέος που οφειλόταν από τον χρεώστη ανερχόταν σε ΛΚ500, ήτοι περί τα €854, με τον τροποποιητικό νόμο το ποσό αυτό αυξήθηκε κατά πολύ και μετατράπηκε σε €15.000.

Καθίσταται, συνεπώς, σαφές ότι με την τροποποίηση αυτή θα μειωθεί κατά πολύ ο αριθμός των χρεωστών εναντίον των οποίων δύναται να υποβληθεί αίτηση πτώχευσης στην Κύπρο.

'Οροι για την υποβολή αίτησης αυτοπτώχευσης

Προς τον ίδιο σκοπό προσανατολίζεται και η τροποποίηση του άρθρου 8 του βασικού νόμου αναφορικά με τη δυνατότητα αυτοπτώχευσης. Έτσι, λοιπόν, ενώ πριν από την τροποποίηση του νόμου, το άρθρο 8 προνοούσε ότι ο εκάστοτε χρεώστης δεν δύναται να υποβάλει αίτηση πτώχευσής του εκτός εάν το συνολικό ποσό των χρεών του υπερβαίνει το ποσό των ΛΚ5.000, ήτοι περί τα €8.543, με τον τροποποιητικό νόμο το ποσό αυτό αυξήθηκε σε €50.000.

Αποτέλεσμα του διατάγματος παραλαβής

Ο τροποποιητικός νόμος επιφέρει αρκετές αλλαγές και στο άρθρο 9 του βασικού νόμου, άρθρο το οποίο αναφέρεται στο αποτέλεσμα του διατάγματος παραλαβής. Πριν από την τροποποίηση, ο βασικός νόμος προνοούσε ότι μετά την έκδοση διατάγματος παραλαβής,  ο Επίσημος Παραλήπτης καθίσταται παραλήπτης της περιουσίας του χρεώστη και ότι κανένας πιστωτής στον οποίον οφείλει ο χρεώστης δεν θα έχει οποιαδήποτε θεραπεία εναντίον της περιουσίας ή του προσώπου του χρεώστη σχετικά με το χρέος, ούτε και θα μπορεί να εγείρει αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, εκτός κατόπιν άδειας Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατόν να επιβάλει.

Ο τροποποιητικός νόμος, πλέον, ορίζει ότι όσον αφορά χρέη που δημιουργεί ο χρεώστης μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής, παρέχεται το δικαίωμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο να εγείρει αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία εναντίον του χρεώστη προσωπικά προς είσπραξη της απαίτησής του, χωρίς να χρειάζεται άδεια του Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, ο τροποποιητικός νόμος ορίζει ότι οποιοδήποτε πρόστιμο επιβληθεί από Δικαστήριο στον χρεώστη, είτε πριν είτε μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής, δεν δύναται να επαληθευτεί εναντίον της πτωχευτικής περιουσίας και είναι πληρωτέο από τον χρεώστη προσωπικά.

Επιπλέον, με τον τροποποιητικό νόμο 206(Ι)/2012, προστίθενται νέες παράγραφοι στο άρθρο 9 του βασικού νόμου οι οποίες σκοπεύουν στην απλούστευση των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου και στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων. Εφεξής, μετά την τροποποίηση του βασικού νόμου, αγωγή ή άλλη διαδικασία η οποία άρχισε εναντίον του χρεώστη πριν από την έκδοση διατάγματος παραλαβής συνεχίζεται και μετά την έκδοση του εν λόγω διατάγματος χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άδεια Δικαστηρίου ή τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ή άλλης νόμιμης διαδικασίας.

Με τις αλλαγές που επιφέρει ο τροποποιητικός νόμος, καθίσταται σαφές ότι μετά την έκδοση διατάγματος παραλαβής και πριν από την έκδοση διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση, ο χρεώστης είναι το μόνο πρόσωπο που δύναται να εγείρει ή να υπερασπιστεί αγωγή ή άλλη διαδικασία που αφορά την περιουσία του. Χαρακτηριστικά, στον τροποποιητικό νόμο αναφέρεται ότι αγωγή ή άλλη διαδικασία καταχωρείται υπό και/ή εναντίον του χρεώστη προσωπικά ακόμα και μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. Ταυτόχρονα, ο τροποποιητικός νόμος ορίζει ότι από την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης, ο πτωχεύσας, με εξουσιοδότηση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή και με άδεια του Δικαστηρίου, δύναται να εγείρει ή να υπερασπιστεί οποιαδήποτε αγωγή ή διαδικασία που αφορά την περιουσία του. Βέβαια, ο νόμος 206(Ι)/2012 διευκρινίζει ότι οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή περιουσία ανακτάται από τις παραπάνω νομικές διαδικασίες, θα περιέρχεται στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή.

Τέλος, με τον τροποποιητικό νόμο προστίθεται νέο εδάφιο στο άρθρο 9 του βασικού νόμου σύμφωνα με το οποίο, μετά την έκδοση διατάγματος παραλαβής κανένας πιστωτής δεν θα δικαιούται να εγγράψει απόφαση ή υποθήκη ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση επί της περιουσίας του χρεώστη. Την ίδια στιγμή, διατηρείται σε ισχύ το προηγούμενο εδάφιο 2 του άρθρου 9, που αριθμείται πλέον ως εδάφιο 7, και το οποίο ορίζει ότι δεν επηρεάζεται η εξουσία ασφαλισμένου πιστωτή να εκποιήσει ή άλλως πώς να χειριστεί την ασφάλειά του με τον ίδιο τρόπο που θα δικαιούνταν να την εκποιήσει ή να τη χειριστεί εάν το άρθρο αυτό δεν είχε θεσπιστεί.

Έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του χρεώστη ή πτωχεύσαντα

Με τον τροποποιητικό νόμο η φράση «περιουσιακή κατάσταση του χρεώστη», που αναφέρεται στο άρθρο 15 του βασικού νόμου, αντικαθίσταται από τη φράση «έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του χρεώστη ή πτωχεύσαντα». Επιπρόσθετα, παρατείνεται η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβληθεί η έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του χρεώστη ή πτωχεύσαντα στον Επίσημο Παραλήπτη. Συγκεκριμένα, εάν το διάταγμα παραλαβής εκδίδεται κατόπιν αίτησης του χρεώστη, η εν λόγω έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση πρέπει να υποβάλλεται εντός 15 ημερών (προηγουμένως η προθεσμία ήταν 3 μέρες) από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος, ενώ εάν το διάταγμα εκδίδεται κατόπιν αίτησης πιστωτή, υποβάλλεται μέσα σε 1 μήνα από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος, έναντι των επτά ημερών που ορίζονταν προηγουμένως ως προθεσμία.

Ταυτόχρονα, σε περίπτωση που ο χρεώστης ή ο πτωχεύσας παραλείπει να υποβάλει την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεσή του εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, δίνεται, με τον τροποποιητικό νόμο, η δυνατότητα στον Επίσημο Παραλήπτη να καταχωρήσει αίτηση στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος το οποίο να υποχρεώνει τον χρεώστη ή τον πτωχεύσαντα να υποβάλει την εν λόγω έκθεση κατάστασης της περιουσίας του και να συμπληρώσει την προκαταρκτική κατάθεσή του σχετικά με τις υποθέσεις του.

Παράλληλα, διατηρείται η δυνατότητα του Επίσημου Παραλήπτη ή οποιουδήποτε πιστωτή να καταχωρήσει αίτηση στο Δικαστήριο ώστε να κηρυχθεί σε πτώχευση χρεώστης ο οποίος παραλείπει, χωρίς εύλογη δικαιολογία, να συμμορφωθεί με τα πιο πάνω. Με τον τροποποιητικό νόμο, μάλιστα, προβλέπεται ότι η εν λόγω αίτηση δύναται να καταχωρηθεί ταυτόχρονα με την αίτηση για έκδοση διατάγματος υποβολής έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, με τον τροποποιητικό νόμο δίνεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του Επίσημου Παραλήπτη, να τροποποιήσει με διάταγμα τη διαδικασία πτώχευσης ώστε αυτή να συνεχιστεί χωρίς να απαιτείται η υποβολή της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του χρεώστη ή πτωχεύσαντα. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει εάν για ειδικούς λόγους δεν καθίσταται δυνατή η υποβολή της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης.

Εξουσία Δικαστηρίου να ακυρώσει διάταγμα πτώχευσης/διάταγμα παραλαβής σε ορισμένες περιπτώσεις

Το άρθρο 31 του βασικού νόμου πριν από την τροποποίηση αναφερόταν στην εξουσία του Δικαστηρίου να ακυρώσει την κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση. Με τον τροποποιητικό νόμο 206(Ι)/2012, το Δικαστήριο διατηρεί την εξουσία αυτή, ενώ, παράλληλα, αναγνωρίζεται ρητά η εξουσία του να ακυρώσει και το διάταγμα παραλαβής. Επιπρόσθετα, ο τροποποιητικός νόμος αναγνωρίζει ότι το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει διάταγμα πτώχευσης και διάταγμα παραλαβής και στην περίπτωση που οι πιστωτές συγκατατεθούν στην ακύρωση.

Όσον αφορά τη διαδικασία ακύρωσης διατάγματος παραλαβής ή πτώχευσης, σχετικά είναι τα άρθρα 31Α, 31Β και 31Γ τα οποία προστίθενται στον βασικό νόμο.

Ειδικότερα, το άρθρο 31Α ορίζει ότι το διάταγμα παραλαβής και το διάταγμα κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση ακυρώνονται κατόπιν αίτησης και αφού παρέλθουν 5 χρόνια από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής. Επίσης, στο ίδιο άρθρο προνοείται ότι η αίτηση ακύρωσης γίνεται από τον χρεώστη ή τον πτωχεύσαντα ή από οποιοδήποτε πιστωτή του με επίδοση στον Επίσημο Παραλήπτη και διαχειριστή, εάν υπάρχει. Για να γίνει αποδεχτή η εν λόγω αίτηση απαιτείται ο χρεώστης ή ο πτωχεύσας να έχει υποβάλει την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και την προκαταρκτική κατάθεσή του τουλάχιστον 2 χρόνια πριν την καταχώρηση της αίτησης για ακύρωση του διατάγματος. Παράλληλα, στο ίδιο άρθρο προβλέπονται διάφοροι λόγοι ένστασης που μπορεί να προβάλει ο Επίσημος Παραλήπτης ή και ο διαχειριστής στην ακύρωση του διατάγματος παραλαβής και κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση. Για παράδειγμα, ένσταση μπορεί να προβληθεί σε περίπτωση που εκκρεμεί εναντίον του χρεώστη ή του πτωχεύσαντα νομική διαδικασία που αφορά καταδολίευση ή όταν εκκρεμεί οποιαδήποτε πτωχευτική διαδικασία εκποίησης και διανομής περιουσίας.

Στο άρθρο 31Α προνοείται, επίσης, ότι σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος παραλαβής ή του διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση, οποιεσδήποτε νομικές διαδικασίες καταχωρήθηκαν πριν την ακύρωση θα μπορούν να συνεχιστούν ενώ, παράλληλα, προνοείται ότι όλες οι πωλήσεις και διαθέσεις περιουσίας καθώς και όλες οι πληρωμές που έγιναν μέχρι την εν λόγω ακύρωση είναι έγκυρες, έστω και εάν ακυρωθεί το διάταγμα παραλαβής ή το διάταγμα κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 31Β, το διάταγμα ακύρωσης πρέπει να παραδίδεται αμέσως στον Επίσημο Παραλήπτη για δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε μια ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας.

Απόκτηση και μεταβίβαση περιουσίας

Το άρθρο 49 του βασικού νόμου προνοεί ότι με την κήρυξη χρεώστη σε πτώχευση, η περιουσία του πτωχεύσαντα μεταφέρεται και περιέρχεται στον διαχειριστή.Συνάμα, το ίδιο άρθρο ορίζει ότι η περιουσία του πτωχεύσαντα μεταφέρεται από τον διαχειριστή χωρίς οποιαδήποτε παραχώρηση, εκχώρηση ή μεταβίβαση. Με τον τροποποιητικό νόμο προστίθεται το εδάφιο 4 στο άρθρο 49, σύμφωνα με το οποίο για να προχωρήσει ο διαχειριστής σε εκποίηση, κατά τη διάρκεια ισχύος του διατάγματος παραλαβής ή του διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση, θα πρέπει η αξία της εκποίησης να είναι μεγαλύτερη από το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας για την εκποίηση και τη διανομή, διαφορετικά η περιουσία θα επιστρέφεται στον χρεώστη ή στον πτωχεύσαντα.

Κήρυξη και διανομή μερισμάτων και επιστροφή περιουσίας

Το άρθρο 58 του βασικού νόμου πριν από την τροποποίηση έθιγε το ζήτημα της κήρυξης και διανομής μερισμάτων χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα της επιστροφής περιουσίας. Με τον τροποποιητικό νόμο προστέθηκαν 3 νέα εδάφια στο εν λόγω άρθρο, τα οποία αναφέρονται ακριβώς στο θέμα αυτό. Ειδικότερα, μετά την τροποποίηση, το άρθρο 58 προνοεί, πλέον, ότι χρηματική περιουσία η οποία παραμένει αδιάθετη κατά τη διάρκεια της ισχύος του διατάγματος παραλαβής ή του διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση θα διανέμεται στους πιστωτές μετά την αφαίρεση οποιουδήποτε κόστους της πτωχευτικής διαδικασίας.

 Επιπρόσθετα, προνοείται ότι χρηματική περιουσία η οποία παραμένει αδιάθετη μετά την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής ή του διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση, θα επιστρέφεται στον χρεώστη ή στον πτωχεύσαντα αφού αφαιρεθεί το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας. Τέλος, προνοείται ότι οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, για το οποίο πρέπει να δοθεί μέρισμα και ο πιστωτής δεν ανευρίσκεται, μετά την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής και του διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση θα μεταφέρεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας. Σε περίπτωση δε, που το ποσό δεν παραληφθεί από τον πιστωτή εντός 2 ετών, ο πτωχεύσας, του οποίου το διάταγμα έχει ακυρωθεί, θα δικαιούται επιστροφή του εν λόγω ποσού.

Συνοπτική διαχείριση σε μικρές υποθέσεις

Προηγουμένως, το εδάφιο 1 του άρθρου 103 του βασικού νόμου προέβλεπε ότι αν το Δικαστήριο ικανοποιείται από ένορκη δήλωση ή άλλως πως ή εάν ο Επίσημος Παραλήπτης αναφέρει στο Δικαστήριο ότι η περιουσία του χρεώστη δεν ενδέχεται να υπερβεί τις ΛΚ200 (=περί τα €341), μπορεί να εκδοθεί διάταγμα ώστε η διαχείριση της περιουσίας να γίνει κατά συνοπτικό τρόπο. Με τον τροποποιητικό νόμο, το εν λόγω εδάφιο προνοεί, πλέον, ότι αν το Δικαστήριο ικανοποιείται από ένορκη δήλωση ή άλλως πως και ο Επίσημος Παραλήπτης από την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και την προκαταρκτική κατάθεση του χρεώστη ή πτωχεύσαντα ότι η χρηματική περιουσία δεν ενδέχεται να υπερβεί τις €20.000, τότε δύναται να αποφασίσει όπως η διαχείριση της περιουσίας του χρεώστη γίνει κατά συνοπτικό τρόπο και να αποταθεί με αίτησή του στο Δικαστήριο για το διορισμό του ως διαχειριστή και κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση.

 

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..