Ακάλυπτες επιταγές

Αποτελεί ποινικό αδίκημα όταν πρόσωπο εκδίδει επιταγή, η οποία, ενώ έχει καταστεί πληρωτέα, παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο εκδόθηκε και δεν εξοφλείται λόγω έλλειψης κεφαλαίων ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά τον χρόνο παρουσίασής της και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών από την παρουσίασή της (άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα).

Καθώς η έκδοση ακάλυπτης επιταγής αποτελεί ποινικό αδίκημα, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος πρέπει να αποδειχτούν από την κατηγορούσα αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Το πρόσωπο που έχει δικαίωμα να υποβάλει παράπονο για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα είναι ο νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής, δηλαδή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου έχει εκδοθεί η επιταγή και έχει αγώγιμο δικαίωμα να εγείρει αγωγή με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής (Τουμάζου ν. Σαββίδη (2010) 2 ΑΑΔ 626, βλ. επίσης Δημοσθένους ν. Τύχωνος, Ποινική 'Εφεση Αρ. 153/2011)

Η έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα ανήκει στα αδικήματα που προωθούνται στο Δικαστήριο ως ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις. Δηλαδή, δεν προωθούνται από την Αστυνομία και τους νομικούς της εκπροσώπους ─δημόσιους κατήγορους─ ούτε και από τη Δημοκρατία ─η οποία εκπροσωπείται από τη Νομική Υπηρεσία─ αλλά από ιδιώτες δικηγόρους, οι οποίοι προωθούν την υπόθεση στο Δικαστήριο εκ μέρους των κομιστών. Για το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής μπορεί να γίνει καταγγελία στην Αστυνομία από τον κομιστή της επιταγής (ή αλλιώς παραπονούμενο), αλλά η Αστυνομία θα παραπέμψει τον παραπονούμενο σε ιδιώτες δικηγόρους για την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης στο Δικαστήριο.

Για να θεωρηθεί η επιταγή ακάλυπτη, πρέπει να παρουσιαστεί τουλάχιστον δύο (2) φορές στην Τράπεζα σε δύο (2) διαφορετικές ημερομηνίες και να σημανθεί με τη σφραγίδα «έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων» ή με τη σφραγίδα «ο λογαριασμός παγοποιήθηκε».

Η προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή για το πιο πάνω αδίκημα είναι τρία (3) χρόνια φυλάκιση ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €10.000.

Στην επιβολή της ποινής, σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου ή σε περίπτωση παραδοχής του αδικήματος από πλευράς του, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η συμμόρφωση του κατηγορούμενου, δηλαδή κατά πόσο έχει εξοφληθεί το ποσό της ακάλυπτης επιταγής. Η πρακτική των Δικαστηρίων είναι συνήθως να επιβάλλει ποινή φυλάκισης όταν δεν υπάρχει συμμόρφωση, ενώ όταν υπάρχει πλήρης συμμόρφωση να επιβάλλει πρόστιμο. Εξίσου σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιβολή της ποινής είναι το ποσό της επιταγής.

Εάν νομικό πρόσωπο ─δηλαδή εταιρεία─ καταδικαστεί για το αδίκημα ή καταχωρηθεί παραδοχή στο ποινικό αδίκημα της ακάλυπτης εκ μέρους της εταιρείας επιταγής, τότε στην εν λόγω εταιρεία επιβάλλεται πρόστιμο.

Όταν εκδότης της επιταγής είναι εταιρεία, ο διευθυντής της εταιρείας ο οποίος υπογράφει την ακάλυπτη επιταγή υπό την ιδιότητά του αυτή είναι ένοχος ως συνεργός του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ανεξάρτητα από το αν ήταν ή όχι εκδότης της/των επιταγής/επιταγών (Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου ν. Samoa Clothing Industry Ltd κ.α. (2000) 2 ΑΑΔ 619). Διευθυντής/διευθυντές της εταιρείας με βάση τον νόμο είναι αυτός/αυτοί που είναι εγγεγραμμένος/εγγεγραμμένοι στον Έφορο Εταιρειών υπό την εν λόγω ιδιότητα.

Μέχρι πρότινος η έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα ήταν αδίκημα αυστηρής ποινικής ευθύνης, δηλαδή δεν χρειαζόταν η ύπαρξη πρόθεσης από τον κατηγορούμενο. Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου περιπλέκει τα πράγματα. Στην υπόθεση Militos Trading Ltd ν. Αθηνάς Μαλέκκου (Ποινική Έφεση Αρ. 150/2009), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην περίπτωση έκδοσης επιταγής από εταιρεία, εκδότης είναι η εταιρεία και όχι ο διευθυντής ή ο σύμβουλος ο οποίος την υπογράφει και ο οποίος ενεργεί υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα. Συνεπώς, είναι δυνατό σύμβουλος που υπογράφει την επιταγή να υπέχει ποινική ευθύνη ως συνεργός, νοουμένου ότι αποδεικνύεται η πρόθεσή του σε σχέση με τη συνέργεια και τις περιστάσεις του αδικήματος. Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αθώωσε τη διευθύντρια της εταιρείας, γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία για τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα η υπογραφή της κάθε επιταγής και έτσι δεν ήταν δυνατή η αξιολόγηση άλλων γεγονότων και συμπεριφορών ώστε να εξαχθεί η γνώση και η πρόθεση της διευθύντριας κατά τον χρόνο της συνέργειας και της αδικοπραγίας. Περαιτέρω το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας εταιρείας ότι η ημερομηνία υπογραφής των επιταγών ήταν αυτή που φαινόταν στις επιταγές ─η οποία αντιπροσώπευε την ημερομηνία κατά την οποία ήταν πληρωτέες─ αφού ο μάρτυρας είχε καταθέσει ότι η εφεσίβλητη εταιρεία του εξέδωσε μεταχρονολογημένες επιταγές.

Οι ποινικές διαδικασίες σκοπό έχουν την τιμωρία των ενόχων και ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν διατάζεται από το Δικαστήριο η εξόφληση του οφειλόμενου ποσού το οποίο αφορά η ακάλυπτη επιταγή. Εάν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σκοπός της καταχώρησης του κατηγορητηρίου δεν είναι η τιμωρία του ενόχου, αλλά η είσπραξη του οφειλόμενου ποσού τότε η διαδικασία ακυρώνεται και ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται. Επιπρόσθετα, όπως λέχθηκε στην πρωτόδικη απόφαση Αριστοτέλους ν. Ιωάννου (Αρ. 12077/2010) «τυχόν διευθέτηση που ακολουθήσει τη διάπραξη του αδικήματος δεν είναι σε θέση να αποσείσει την ποινική ευθύνη που βαρύνει τους ώμους του κατηγορούμενου. Ακόμα και στην περίπτωση που τελικά εξοφληθεί η επιταγή αλλά μετά τη λήξη της περιόδου των δεκαπέντε (15) ημερών, το ποινικό αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα έχει ήδη συντελεστεί, νοουμένου βέβαια ότι πληρούνται σωρευτικά και τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος».

Η μόνη υπεράσπιση σε κατηγορία για έκδοση ακάλυπτης επιταγής είναι η πλαστογραφία, δηλαδή o κατηγορούμενος να προβάλει τον ισχυρισμό στο Δικαστήριο ότι η υπογραφή του έχει πλαστογραφηθεί. Ο κατηγορούμενος καταθέτει την υπεράσπισή του, υποβάλλοντας στους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής τη θέση του, αλλά και προσκομίζοντας αργότερα δική του μαρτυρία. Η κατηγορούσα αρχή εξακολουθεί να φέρει το βάρος απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εάν ο κατηγορούμενος δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες για την ενοχή του τότε αθωώνεται και απαλλάσσεται.

'Αρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα:

Αποτελεί ποινικό αδίκημα όταν πρόσωπο χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί, με οποιαδήποτε πράξη, τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από τον ίδιο οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που έχει καταστεί πληρωτέα.

Το ποινικό αδίκημα με βάση το άρθρο 305Α(2) διέπεται από τις ίδιες αρχές με το Άρθρο 305Α(1) με μόνη διαφορά ότι το άρθρο 305Α(2) χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που η επιταγή ανακλήθηκε από τον εκδότη της.

Σε αυτή την περίπτωση στη σφραγίδα της Τράπεζας θα αναγράφεται η φράση «η επιταγή ανακλήθηκε από τον εκδότη της».

Η προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή είναι η ίδια με το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, καθώς και οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή της ποινής σε περίπτωση καταδίκης ή παραδοχής διάπραξης του αδικήματος.

Η σημαντική διαφορά είναι ότι σε αυτή την περίπτωση ο νόμος προβλέπει την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας. Δηλαδή, εάν ο κατηγορούμενος, πριν ή μετά την παρουσίαση της επιταγής στην Τράπεζα για σκοπούς πληρωμής της, παρέθεσε γραπτώς στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε η επιταγή τον λόγο ή τους λόγους για τον/τους οποίο/οποίους δόθηκε εντολή μη πληρωμής της, τότε δεν είναι ένοχος του πιο πάνω ποινικού αδικήματος, αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..