Βασικές Αρχές του Ποινικού Δικαίου στην Κύπρο

Το σύστημα δικαιοσύνης στην Κύπρο και η υποχρέωση της πολιτείας

Το σύστημα δικαιοσύνης στην Κύπρο έχει ως πρότυπο το αγγλικό σύστημα δικαίου ως αυτό ίσχυε στην Κύπρο το 1960, χρόνο κατά τον οποίο το νησί απέκτησε την ανεξαρτησία του από τους Βρετανούς και ανακηρύχτηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Περαιτέρω, το σύστημα δικαιοσύνης στην Κύπρο, όπως και όλα τα συστήματα της κοινοπολιτείας, βασίζεται τόσο στη νομοθεσία όσο και στην ερμηνεία που δίνεται σε αυτή από προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες θεωρούνται δεσμευτικές. Όπου δεν υπάρχει προηγούμενο (“precedent”), δηλαδή προγενέστερη δεσμευτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για κάποιο θέμα, αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Αγγλίας θεωρούνται καθοδηγητικές, αλλά όχι δεσμευτικές, και τα Δικαστήρια της Κύπρου υιοθετούν τις αρχές και ην προσέγγισή τους.  

Η διάπραξη ποινικών αδικημάτων δεν είναι θέμα που αφορά μόνο τους άμεσα επηρεαζόμενους (παραπονούμενους ή αλλιώς «θύματα»), αλλά ολόκληρη την πολιτεία. Για τη διασφάλιση της δημοκρατίας, καθήκον κάθε ευνομούμενης πολιτείας αποτελεί η τήρηση του Νόμου και της τάξης και η προσαγωγή των παρανομούντων ενώπιον της Δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό η προώθηση ποινικών διώξεων στο Δικαστήριο γίνεται από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, υπό τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργών.   

Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει εξουσία κατά την κρίση του προς το δημόσιο συμφέρον να αποφασίζει την καταχώρηση ποινικής δίωξης, τις κατηγορίες που θα συμπεριληφθούν στο κατηγορητήριο, εναντίον ποιων ατόμων και/ή εταιρειών θα προσαχθούν οι κατηγορίες, να διεξάγει, να επιλαμβάνεται και να συνεχίζει ή να διακόπτει οποιαδήποτε ποινική διαδικασία. Η εξουσία αυτή μπορεί να ασκείται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν και ενεργούν υπό και σύμφωνα με τις οδηγίες του.

Εξαίρεση αποτελούν μερικά αδικήματα που προωθούνται από ιδιώτες δικηγόρους, όπως το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, καθώς και περιπτώσεις για τις ο οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας αποφασίζει τη μη προώθηση ποινικής υπόθεσης, οπότε ο παραπονούμενος ή οι παραπονούμενοι μπορούν να απευθυνθούν σε ιδιώτες δικηγόρους για την έγερση ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Σε κάθε περίπτωση, ο Γενικός Εισαγγελέας διατηρεί το δικαίωμα να διατάξει την αναστολή της ποινικής δίωξης, δηλαδή τη διακοπή της διαδικασίας σε οποιαδήποτε διαδικασία.

Η Αστυνομία είναι αυτή που έχει ως καθήκον την ανίχνευση ενός εγκλήματος. Όμως, ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί αυτεπάγγελτα να ζητήσει τη διερεύνηση από την Αστυνομία οποιουδήποτε εγκλήματος έτσι ώστε, με βάση τα στοιχεία  που θα περισυλλεχθούν και θα τεθούν ενώπιόν του, να αποφασίσει κατά πόσο δικαιολογείται η ποινική δίωξη οποιουδήποτε προσώπου.

Αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας διασφαλίζει τη θεμελιώδη αρχή του ποινικού δικαίου, ότι ο κάθε άνθρωπος είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.

Για το λόγο αυτό η κατηγορούσα αρχή, δηλαδή οι εκπρόσωποι του Γενικού Εισαγγελέα ή σε κάθε περίπτωση οι δικηγόροι που προωθούν την ποινική υπόθεση στο Δικαστήριο στις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις, έχουν το βάρος απόδειξης στο Δικαστήριο, δηλαδή πρέπει να αποδείξουν στο Δικαστήριο την ενοχή του κάθε κατηγορούμενου για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Η υπεράσπιση από την άλλη, δηλαδή ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος που τον εκπροσωπεί στο Δικαστήριο, για να πετύχει την αθώωσή του, πρέπει να δημιουργήσει στο Δικαστήριο εύλογη αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορούμενου.

Πρακτικά η κατηγορούσα αρχή έχει στη διάθεσή της όλα τα έννομα μέσα της πολιτείας για την απόδειξη της υπόθεσής της, όπως την Αστυνομία, τους ποινικούς ανακριτές, τα εργαστήρια στα οποία γίνεται η επεξεργασία των τεκμηρίων, ιατροδικαστές κλπ. Ως εκ τούτου, η κατηγορούσα αρχή είναι υποχρεωμένη να παραδώσει στην υπεράσπιση όλο το μαρτυρικό υλικό, υπό μορφή καταθέσεων –και  αν υπάρχουν τεκμήρια, υπό μορφή φωτογραφικού υλικού–, το οποίο έχει στην κατοχή της και αφορά την εν λόγω υπόθεση, ανεξαρτήτως από το αν η ίδια η κατηγορούσα αρχή θα το χρησιμοποιήσει ή όχι στην προώθηση της υπόθεσης και ανεξαρτήτως από το αν θεωρεί ότι η οποιαδήποτε μαρτυρία είναι βοηθητική προς την υπεράσπιση ή όχι.  

Στο σύστημα δικαιοσύνης στην Κύπρο, όπως και σε όλα τα συστήματα της Κοινοπολιτείας, το Δικαστήριο δεν λαμβάνει μέρος στη διαδικασία. Το Δικαστήριο ακούει, βλέπει και αξιολογεί τη μαρτυρία όπως αυτή παρουσιάζεται από τους μάρτυρες, εξετάζει τα τεκμήρια που έχει ενώπιόν του, και με βάση αυτά καταλήγει στην απόφασή του. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επεμβαίνει στη διαδικασία ούτε για να υποβάλει το ίδιο ερωτήσεις στους μάρτυρες, αλλά ούτε με υποδείξεις προς τις δύο πλευρές για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης. Παράλληλα, δεν μπορεί να λάβει υπόψη γεγονότα και/ή στοιχεία τα οποία δεν έχουν τεθεί ενώπιον του από τις δύο πλευρές, και τυχόν παρέμβασή του στη διαδικασία ενδέχεται είτε να ανατρέψει το αποτέλεσμα κατ’ έφεση ή να οδηγήσει σε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Η ποινική δίκη

Υπάρχουν δύο είδη ποινικής διαδικασίας στην Κύπρο, η συνοπτική δίκη και η δίκη βάσει κατηγορητηρίου που καταχωρήθηκε στο Κακουργιοδικείο.

Η συνοπτική δίκη διεξάγεται ενώπιον μονομελούς ποινικού Δικαστηρίου, δηλαδή ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή, ενώ η δίκη βάσει κατηγορητηρίου διεξάγεται ενώπιον τριμελούς ποινικού Δικαστηρίου που ονομάζεται Κακουργιοδικείο. Το Κακουργιοδικείο απαρτίζεται από έναν Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, έναν Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή και έναν Επαρχιακό Δικαστή.

Στη δικαιοδοσία του Ποινικού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εμπίπτουν κατά κανόνα τα αδικήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη. Όλα τα αδικήματα που δεν εκδικάζονται συνοπτικά μπορούν να εκδικαστούν μόνο στο Κακουργιοδικείο.

Πρακτικά τα Επαρχιακά Ποινικά Δικαστήρια διαχωρίζονται με αρμοδιότητες, όπως π.χ. τροχαίες παραβάσεις, ακάλυπτες επιταγές, αδικήματα που αφορούν το φόρο εισοδήματος, τις κοινωνικές ασφαλίσεις, κλπ. 

Οι περισσότερες ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται από τα Επαρχιακά Ποινικά Δικαστήρια και προωθούνται από τους δημόσιους κατήγορους, οι οποίοι υπάγονται στο Γενικό Εισαγγελέα και ενεργούν σύμφωνα με τη νομική καθοδήγηση του γραφείου του, δηλαδή της Νομικής Υπηρεσίας, αλλά έδρα τους είναι η Εισαγγελία της Αστυνομίας σε κάθε επαρχία.

Τις υποθέσεις του Κακουργιοδικείου και ορισμένες άλλες υποθέσεις στις οποίες εγείρονται σοβαρά θέματα δημοσίας τάξης χειρίζονται οι Νομικοί Λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας.

Ποινική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Η διαδικασία στο Δικαστήριο αρχίζει με την απαγγελία της κατηγορίας ή των κατηγοριών στον κατηγορούμενο ή τους κατηγορούμενους και την απάντησή του/ς στις κατηγορίες.

Η απάντηση του κατηγορούμενου μπορεί να είναι παραδοχή ή μη παραδοχή.

Εάν ο κατηγορούμενος αρνηθεί τη διάπραξη του αδικήματος, τότε το Δικαστήριο ορίζει νέα ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης.

Ακρόαση

Στο Δικαστήριο η υπόθεση αρχίζει με τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, η οποία προωθεί την υπόθεση στο Δικαστήριο και έχει το βάρος απόδειξης. Οι μάρτυρες “εξετάζονται” από την κατηγορούσα αρχή, δηλαδή η μαρτυρία τους δίνεται υπό την μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων, καθώς και με την κατάθεση οποιωνδήποτε τεκμηρίων έχουν υπό τη φύλαξή τους. Όλες οι ερωτήσεις πρέπει να είναι μη καθοδηγητικές, δηλαδή ο κάθε μάρτυρας πρέπει να δώσει στο Δικαστήριο την εκδοχή του αναφορικά με τα γεγονότα, χωρίς οποιαδήποτε καθοδήγηση από την κατηγορούσα αρχή ή, σε κάθε περίπτωση, από την πλευρά που τον καλεί στο Δικαστήριο.

Ακολούθως, οι μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής αντεξετάζονται από την υπεράσπιση. Κατά την αντεξέταση σκοπός της υπεράσπισης είναι να κλονίσει ή να αποδυναμώσει την αξιοπιστία του μάρτυρα, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μην μπορεί να βασιστεί σε αυτόν για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.

Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής, το Δικαστήριο, είτε αυτεπάγγελτα, είτε ύστερα από αίτημα της υπεράσπισης οφείλει να εξετάσει και να αποφασίσει κατά πόσο η μαρτυρία που έχει παρουσιάσει η κατηγορούσα αρχή στοιχειοθετεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου ή των κατηγορούμενων. Δηλαδή, σε αυτό το στάδιο το Δικαστήριο εξετάζει αν η μαρτυρία, εκτιμώμενη στο μέγιστο βαθμό, στοιχειοθετεί ή θεμελιώνει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Αν, αντίθετα, είναι αντινομική και συγκρουόμενη μεταξύ της σε σημείο που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα άφηνε την υπόθεση να προχωρήσει, τότε είναι υπόχρεο να αθωώσει και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο σε αυτό το στάδιο.

Εάν η υπεράσπιση επιθυμεί να υποβάλει αίτημα απόρριψης της υπόθεσης επειδή δεν έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου, αυτό γίνεται υπό τη μορφή προφορικών αγορεύσεων. Ακολούθως, η κατηγορούσα αρχή έχει το δικαίωμα να απαντήσει και πάλι υπό μορφή προφορικών αγορεύσεων και να υποστηρίξει το αντίθετο – ότι δηλαδή με βάση τη μαρτυρία που έχει παρουσιάσει στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κληθεί σε απολογία, δηλαδή να κληθεί να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή μέσω των δικών του μαρτύρων και τεκμηρίων.

Στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να αθωώσει και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, τότε η κατηγορούσα αρχή έχει δικαίωμα να καταχωρήσει έφεση, καθώς θεωρείται ότι η ποινική διαδικασία έχει ολοκληρωθεί.

Στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να καλέσει τον κατηγορούμενο σε απολογία τότε ο τελευταίος έχει τις ακόλουθες τρεις επιλογές:

(α) να δώσει τη δική του εκδοχή με ένορκη μαρτυρία από το ειδώλιο του μάρτυρα και να αντεξεταστεί από την κατηγορούσα αρχή,

(β) να δώσει τη δική του εκδοχή με ανώμοτη δήλωση, δηλαδή από το ειδώλιο του κατηγορούμενου χωρίς να ορκιστεί και χωρίς να αντεξεταστεί από την κατηγορούσα αρχή, και

(γ) να μην πει οτιδήποτε.

Εάν ο κατηγορούμενος επιλέξει μια από τις πρώτες δύο επιλογές, τότε η δική του εκδοχή πρέπει να ακουστεί πρώτη από το Δικαστήριο και μετά να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι μάρτυρες υπεράσπισης.

Εάν ο κατηγορούμενος επιλέξει είτε τη δεύτερη είτε την τρίτη επιλογή, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξάγει αρνητικά συμπεράσματα από την επιλογή του. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ανώμοτη δήλωση δεν έχει την ίδια βαρύτητα με την ένορκη μαρτυρία του κατηγορούμενου, η οποία περνά από τη δοκιμασία της αντεξέτασης από την κατηγορούσα αρχή.

Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης της υπεράσπισης μέσω της εξέτασης και αντεξέτασης των μαρτύρων, οι δύο πλευρές καλούνται να αγορεύσουν στο Δικαστήριο προς υποστήριξη η κάθε πλευρά της εκδοχής της. Πρώτα αγορεύει η πλευρά που ολοκλήρωσε τελευταία την παρουσίαση της υπόθεσής της, δηλαδή η υπεράσπιση, και ακολουθούν οι αγορεύσεις της κατηγορούσας αρχής.

Αφού ολοκληρωθούν οι αγορεύσεις, το Δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του.

Εάν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, η υπόθεση τελειώνει. Εάν όμως ο κατηγορούμενος βρεθεί ένοχος, το Δικαστήριο θα προχωρήσει με την επιβολή ποινής, αφού πρώτα η υπεράσπιση αγορεύσει προς μετριασμό της ποινής του. Σε αυτό το στάδιο η υπεράσπιση παρουσιάζει στο Δικαστήριο ελαφρυντικούς παράγοντες που αφορούν τόσο τη διάπραξη του αδικήματος όσο και τον κατηγορούμενο προσωπικά, ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο στην ποινή που θα επιβάλει.

Παραδοχή

Εάν ο κατηγορούμενος παραδεχτεί διάπραξη του αδικήματος, τότε ακολουθεί η έκθεση γεγονότων που περιβάλλουν το αδίκημα από την κατηγορούσα αρχή στο Δικαστήριο.

Αν κατά την έκθεση γεγονότων από την κατηγορούσα αρχή υπάρξει διαφωνία μεταξύ της υπεράσπισης και της κατηγορούσας αρχής για οποιοδήποτε ουσιώδες γεγονός, το οποίο μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στην επιβολή της ποινής, τότε το Δικαστήριο μπορεί είτε αυτεπάγγελτα είτε ύστερα από αίτημα της υπεράσπισης να διατάξει τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης. Αυτό σημαίνει ότι θα διεξαχθεί μια “σύντομη” διαδικασία για τη διακρίβωση του αληθούς της αναφοράς της κατηγορούσας αρχής.

Στη δίκη εντός δίκης ακολουθείται η ίδια διαδικασία με την κανονική ποινική δίκη, δηλαδή και πάλι εξετάζονται και αντεξετάζονται μάρτυρες και μπορούν να παρουσιαστούν τεκμήρια, αλλά με μόνο στόχο να διακριβώσει το Δικαστήριο το αληθές ή αναληθές της συγκεκριμένης αναφοράς που έγινε από την κατηγορούσα αρχή κατά την έκθεση γεγονότων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης δεν επηρεάζει με κανένα τρόπο τη δήλωση παραδοχής από τον κατηγορούμενο. Σε διαφορετική περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι η διαφωνία αφορά συστατικό στοιχείο διάπραξης του αδικήματος, και τότε το Δικαστήριο είναι υπόχρεο να σημειώσει τη μη παραδοχή του κατηγορούμενου και να ορίσει ημερομηνία ακρόασης.

Με την ολοκλήρωση της έκθεσης γεγονότων από την κατηγορούσα αρχή, σειρά έχει η υπεράσπιση να αγορεύσει προς μετριασμό της ποινής.

Τέλος, το Δικαστήριο επιβάλλει ποινή στον κατηγορούμενο.

Η νομοθεσία προβλέπει για κάθε αδίκημα το μέγιστο της ποινής, η οποία μπορεί να επιβληθεί και είναι είτε φυλάκιση είτε πρόστιμο. Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι η αρμόζουσα στη συγκεκριμένη περίπτωση ποινή είναι αυτή της φυλάκισης, αλλά ο κατηγορούμενος έχει σοβαρούς ελαφρυντικούς παράγοντες, τότε μπορεί να επιβάλει ποινή φυλάκισης με αναστολή για κάποιο χρονικό διάστημα. Το εν λόγω χρονικό διάστημα μπορεί να είναι μέχρι και τρία χρόνια∙ αν κατά τη διάρκειά του ο  κατηγορούμενος διαπράξει οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, τότε η αναστολή παύει να ισχύει και τίθεται σε ισχύ η ποινή φυλάκισης.

Τι πρέπει να γνωρίζει ένας κατηγορούμενος σε ποινική διαδικασία

Το γαλάζιο έντυπο που επιδίδεται στον κατηγορούμενο είναι το κατηγορητήριο, στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα των κατηγορουμένων (αν είναι περισσότεροι από ένας) καθώς και οι κατηγορίες.

Στις κατηγορίες αναγράφεται με βάση ποια νομοθεσία κατηγορείται ο κατηγορούμενος καθώς και οι λεπτομέρειες διάπραξης του αδικήματος, όπως είναι η ημερομηνία, η ώρα, η περιοχή και συνοπτικά τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν το αδίκημα.

Στο πάνω μέρος δεξιά είναι ο αριθμός της υπόθεσης και με βάση αυτόν μπορεί κάποιος να βρει από το πινάκιο του Δικαστηρίου την αίθουσα και το Δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί της εν λόγω ποινικής υπόθεσης.

Στο κάτω μέρος του κατηγορητηρίου αναγράφεται η ημερομηνία και η ώρα κατά την οποία ο κατηγορούμενος θα πρέπει να είναι παρών στο Δικαστήριο. Στις ποινικές διαδικασίες, εάν τυχόν ο κατηγορούμενος παραλείψει να παρουσιαστεί κατά την εν λόγω ημερομηνία και ώρα που αναγράφεται στο κατηγορητήριο, τότε εκδίδεται από το Δικαστήριο ένταλμα σύλληψης. 

Ακολούθως, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής απαγγέλει τις κατηγορίες στο Δικαστήριο και προς τον κατηγορούμενο με σκοπό να απαντήσει.  

Εάν υπάρχει παραδοχή τότε η υπόθεση πιθανόν να ολοκληρωθεί την ίδια μέρα, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος ζητά χρόνο για να συμμορφωθεί, αν το αδίκημα το οποίο έχει διαπράξει αποτελεί παράλειψη, και αιτείται χρόνο για την αγόρευση για μετριασμό της ποινής. Εάν η απάντηση του κατηγορούμενου είναι μη παραδοχή τότε το Δικαστήριο ορίζει την υπόθεση σε νέα ημερομηνία για ακρόαση.

Οι υποθέσεις στο Δικαστήριο εκδικάζονται με σειρά προτεραιότητας, και οι παλαιότερες υποθέσεις προέχουν. Ως εκ τούτου, μια υπόθεση που είναι ορισμένη για ακρόαση μπορεί να αναβληθεί αρκετές φορές από το ίδιο το Δικαστήριο λόγω έλλειψης δικαστικού χρόνου, δηλαδή για το λόγο ότι προηγούνται οι παλαιότερες που δεν έχουν ολοκληρωθεί.

Ο αριθμός των μαρτύρων που θα κληθούν να καταθέσουν, καθώς και η πολυπλοκότητα της μαρτυρίας καθορίζουν πόσες δικάσιμους ημερομηνίες θα χρειαστεί μια υπόθεση μέχρι να ολοκληρωθεί. Στην Κύπρο, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις που αφορούν πολύκροτες δίκες, οι υποθέσεις δεν ορίζονται σε συνεχόμενες ημερομηνίες, με αποτέλεσμα να μεσολαβεί ακόμα και ολόκληρη βδομάδα μεταξύ της κάθε ημερομηνίας που δίνεται για συνέχιση της διαδικασίας.

Όσον αφορά το σύστημα δικαιοσύνης στην Κύπρο, αλλά και παντού στον κόσμο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι καμία υπόθεση δεν είναι ίδια με την άλλη, –παρόμοια μπορεί, όμως ποτέ ίδια– και ότι κρίνεται με βάση τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως άλλωστε και κάθε κατηγορούμενος.

Γι αυτό το λόγο είναι σημαντικό να δίνεται στο Δικαστήριο μια ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων τόσο από την κατηγορούσα αρχή όσο και από την υπεράσπιση. Άλλωστε δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά κανείς ότι σκοπός της οποιασδήποτε διαδικασίας είναι η απονομή δικαιοσύνης.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..