Η αμέλεια ενός γιατρού μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Μπορεί να αφορά εσφαλμένη ή καθυστερημένη διάγνωση, εσφαλμένη ενέργεια, πρόκληση ιατρογενούς βλάβης, ανεπαρκή ή ελλιπή πρόβλεψη δυσμενούς αποτελέσματος, παράλειψη παραπομπής σε ειδικό γιατρό ή μη ορθή οργάνωση ιατρείου.

Η ιατρική ευθύνη μπορεί να πάρει αστική ή ποινική μορφή. Στην αστική ευθύνη δεν θα πρέπει ο ασθενής να παθαίνει ζημιά από τη μη εκπλήρωση μιας υποχρέωσης του γιατρού. Για παράδειγμα μπορεί να πλήγηκε κάποιο δικαίωμα του ασθενούς (παραβίαση ιατρικού απορρήτου, παρεμπόδιση στην πληροφόρηση, μη λήψη συγκατάθεσης, παράβαση δεοντολογίας) ή να υφίσταται ιατρική αμέλεια και να υπάρχουν απαιτήσεις εναντίον του γιατρού για αποζημιώσεις. Στην εν λόγω ευθύνη υπάρχει καθήκον του προσώπου που προσφέρει τις υπηρεσίες να επιδείξει επιμέλεια και προσοχή προς τον ασθενή ως ένας μέσος συνετός επαγγελματίας. Παράλληλα αν ο γιατρός παρουσιάζεται ότι κατέχει ειδικές δεξιότητες και γνώσεις οφείλει προς τον ασθενή το καθήκον να επιδεικνύει τα πιο πάνω έχοντας ένα αυξημένο καθήκον επιμέλειας. Στις περιπτώσεις όμως που υπάρχει σύμβαση για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης ακόμα και από γιατρό, τότε η ευθύνη μπορεί να είναι συμβατική.

Από την άλλη, η ευθύνη είναι ποινική όταν το κράτος είναι το παραπονούμενο επειδή προσβάλλεται η δημόσια τάξη. Τέτοια σενάρια μπορεί να υφίστανται λόγω πρόκλησης θανάτου από αμέλεια, ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη εξ αμελείας, άρνηση του γιατρού να επιτελέσει το έργο του, ψευδή ιατρική πιστοποίηση, παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, άμβλωση που εκτελείται από γιατρό χωρίς να τηρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή παράνομη άσκηση της ιατρικής.

Σε πρώτο στάδιο το κυπριακό νομοθετικό πλαίσιο για την αστική ευθύνη των γιατρών κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, καθοριζόταν από τον Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148 και συγκεκριμένα στα αστικά αδικήματα της επίθεσης (άρθρο 26) (για τις περιπτώσεις των επειγόντων περιστατικών που δεν λαμβανόταν η δια νόμου συγκατάθεση) και της αμέλειας (άρθρο 51). Αργότερα θεσπίστηκε ο Περί της Κατοχύρωσης και της προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμος, Ν. 1/2005, όπου κάθε δικαίωμα του ασθενούς αντιστοιχεί με μια υποχρέωση του Παροχέα Υπηρεσιών Υγείας (δηλαδή του γιατρού, οδοντίατρου, φαρμακοποιού, νοσοκόμας, μαίας, καθώς και κάθε διοικητικού προσωπικού που παρέχει ή εμπλέκεται στην παροχή υπηρεσιών υγείας). Στην περίπτωση που υφίσταται παραβίαση κάποιου δικαιώματος τότε δύναται αγωγή για αποζημιώσεις.

Τα δικαιώματα των ασθενών σύμφωνα με τον πιο πάνω Νόμο μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:

  • Δικαίωμα καλής ποιότητας και αδιάκοπης συνέχισης της φροντίδας υγείας.

Το δικαίωμα αυτό περιέχει το δικαίωμα (και αντίστοιχη υποχρέωση) για φροντίδα και θεραπεία μέσα σε εύλογο χρόνο ανάλογα με τις ανάγκες των ασθενών. Η φροντίδα θα πρέπει να είναι καλής ποιότητας σε ψηλά τεχνικά επίπεδα. Στην ιατρική αστική ευθύνη, είναι πιο αυστηρή η προσέγγιση της αρχής του μέσου συνετού επαγγελματία που θα πρέπει να επιδείξει μια δεξιότητα μέσου επιπέδου. Το κράτος από την άλλη βαρύνεται με την υποχρέωση της παροχής ψηλής τεχνικής υποστήριξης. Καλύπτει επίσης και το δικαίωμα για επείγουσα φροντίδα υγείας.

  •  Δικαίωμα επιλογής γιατρού και ιδρύματος.

Ο ασθενής δεν δικαιούται μόνο να επιλέξει το ίδρυμα στο οποίο θα νοσηλευθεί αλλά και να αλλάξει γνώμη. Ο ασθενής έχει δικαίωμα εξασφάλισης δεύτερης ιατρικής γνώμης γι' αυτό και ένας γιατρός ενδεχομένως να έχει αστική ευθύνη αν αποδειχτεί ότι απέτρεψε ή εμπόδισε τον ασθενή να εξασφαλίσει δεύτερη ιατρική γνώμη. Το δε προσωπικό θα πρέπει να βοηθά και να παρέχει στον ασθενή κάθε δυνατή διευκόλυνση για την άσκηση της επιλογής του. Γι' αυτό οι υπηρεσίες υγείας πρέπει να είναι προς άπαντες συνεχώς διαθέσιμες και προσβάσιμες.

  •  Δικαίωμα αξιοπρεπούς μεταχείρισης.

Το δικαίωμα αυτό απαγορεύει κάθε μορφής δυσμενή διάκριση σε βάρος ασθενών. Εδώ περιλαμβάνεται η στήριξη από την οικογένεια καθώς και η, όπου χρειάζεται, πνευματική, θρησκευτική και ψυχολογική στήριξη. Ενυπάρχουν επίσης και το δικαίωμα για πληροφόρηση του ασθενούς γύρω από το πρόβλημά του, το δικαίωμα για φροντίδα μετά από συγκατάθεση του ασθενούς (και τη φροντίδα χωρίς συγκατάθεση υπό ορισμένες προϋποθέσεις). Εμπιστευτικές θα πρέπει να είναι όλες οι πληροφορίες για την ιατρική κατάσταση του ασθενούς, τη διάγνωση, την πρόγνωση και τη θεραπεία του, καθώς και άλλη πληροφορία προσωπικού χαρακτήρα, ακόμα και μετά το θάνατό του (ακόμα και για δημόσια πρόσωπα).

  • Δικαίωμα επαρκούς πληροφόρησης.

Ο ασθενής έχει δικαίωμα πρόσβασης, ενημέρωσης και αντίρρησης σε σχέση με πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και περιλαμβάνονται σε ιατρικά αρχεία. Τα αρχεία θα πρέπει να φυλάσσονται σε ασφαλές μέρος στο οποίο η πρόσβαση θα γίνεται με ελεγμένο τρόπο και οι φάκελοι των ασθενών θα πρέπει να διακινούνται με ευθύνη των εργαζομένων ενώ η παράδοση τους ακόμα και στους ίδιους τους ασθενής θα πρέπει να αποφεύγεται.

  •  Δικαίωμα παροχής συγκατάθεσης.

Αποτελεί δια νόμου προϋπόθεση πριν την παροχή φροντίδας υγείας να δίδεται η συγκατάθεση του ασθενούς εφόσον έλαβε μια ολοκληρωμένη ιατρική πληροφόρηση. Θα πρέπει να εξηγούνται στον ασθενή οι επιπτώσεις και οι κίνδυνοι από την προτεινόμενη θεραπευτική αγωγή.

Ο γιατρός έχει και συμβατικές υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα μεταξύ του γιατρού και του πελάτη του, συνάπτεται μια προφορική ή γραπτή σύμβαση, η οποία αν παραβιασθεί δίδει το δικαίωμα προς αποζημιώσεις. Με βάση τη σύμβαση αυτή ο γιατρός δε μπορεί χωρίς νόμιμη αιτία να διακόψει τη θεραπεία. Ο γιατρός από την άλλη μπορεί να επικαλεστεί τη σύμβαση για τη διεκδίκηση της αμοιβής του, όταν ο πελάτης-ασθενής παραλείπει να πληρώσει. Σε αυτή τη σύμβαση ο κάθε γιατρός δεν υπόσχεται την ίαση του ασθενούς αλλά τη χρήση των ενδεικνυόμενων μέτρων ώστε να προσπαθήσει να πετύχει την ίαση.

Όπως σε κάθε άλλη σύμβαση έτσι και στη σύμβαση μεταξύ γιατρού και ασθενή, υπάρχουν ρητοί και εξυπακουόμενοι όροι. Για παράδειγμα εννοείται πως πρέπει να τηρείται η ιατρική δεοντολογία και τα δικαιώματα του ασθενούς, η σύμβαση δεν πρέπει να αντίκειται στη δημόσια τάξη (εννοώντας τις περιπτώσεις πώλησης οργάνων, παράνομων εκτρώσεων ή ευθανασίας). Εξυπακούεται επίσης ότι ο γιατρός θα επιδείξει εύλογη επιμέλεια και δεξιότητα και ότι δεν παρέχει εγγύηση επιτυχίας. Στην υπόθεση Νικηφόρος Σπύρου κ.α. v. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 1538 η γιατρός αιματολόγος θεωρήθηκε συμβατικά υπεύθυνη έναντι του ζεύγους όταν από αμέλεια της βεβαίωσε πως δεν είχαν στο αίμα τους το στίγμα της Μεσογειακής αναιμίας, ενώ στη συνέχεια γέννησαν παιδί που έπασχε από τη νόσο αυτή.

Όπως αναφέρθηκε εκτός από αστική ευθύνη, οι πράξεις ή παραλείψεις ενός γιατρού είναι δυνατό να επιφέρουν και ποινική ευθύνη. Αν δηλαδή, από ιατρική αμέλεια επέλθει η εγκεφαλική παράλυση ενός ασθενούς παράλληλα με το δικαίωμα του ιδίου για αποζημίωση προκύπτει και η ανάγκη αντιμετώπισης του κοινωνικού κινδύνου που εγκλείει η ενέργεια με την επιβολή ποινής ως διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά τον προβλέποντα Νόμο (Ποινικός Κώδικας, άρθρο 210, 236(ε)).

Ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος για να μειώσει τον κίνδυνο καταγγελιών για παραβίαση δικαιωμάτων των ασθενών ή για αντιδεοντολογική συμπεριφορά έχει υιοθετήσει Γενικούς Κανονισμούς άσκησης του επαγγέλματος (ΚΔΠ 100/1991) ορίζοντας ότι αν και το ιατρικό επάγγελμα είναι από τη φύση του ελεύθερο επάγγελμα, απαιτείται όπως εκτελείται ενσυνείδητα και ανθρωπιστικά, αποφεύγοντας την άσκηση αμυντικής ιατρικής.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..