H Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου ΕΕ
Η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 (εφεξής καλούμενη η «Οδηγία), έχει σκοπό την θέσπιση κανόνων και διαδικασιών οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία των «πληροφοριοδοτών δημόσιου συμφέροντος». H Οδηγία έχει εφαρμοστεί από τις 16.12.2019, και τα Κράτη Μέλη της ΕΕ πρέπει να την υιοθετήσουν στις έννομες τάξεις τους μέχρι τις 17.12.2021. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βλέποντας την απήχηση των διαφόρων σκανδάλων όπως αυτό των “Cambridge Analytica”, προχώρησε σε δημόσια διαβούλευση, και κατέληξε στην ανάγκη για προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, που έχουν καταλυτική σημασία προς την «αποκάλυψη των παράνομων δραστηριοτήτων που βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον και την ευημερία των πολιτών».[1] Ουσιαστικά, το σκεπτικό είναι, ότι οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, παίζουν βασικότατο ρόλο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσμενέστατων συνεπειών που προκαλούνται στο δημόσιο συμφέρον, και συνεπώς δεν θα πρέπει αυτοί οι καλόπιστοι παράγοντες να τιμωρούνται για την ορθή πράξη τους με αντίποινα ή εκφοβισμό.[2] Με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσονται οι βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας, ενώ διασφαλίζονται παράλληλα και τα βασικά δικαιώματα των πολιτών ως προς την ελευθερία έκφρασης και στην ελευθερία ενημέρωσης. Ουσιαστικά η Οδηγία μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου η νομολογία του σε διάφορες περιπτώσεις έχει αποφασίσει υπέρ των «πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος» στη βάση της ελευθερίας έκφρασης.[3] Επίσης η Οδηγία, παρέχει οδούς για την ασφαλή και αποτελεσματική υποβολή παραπόνων στους οργανισμούς, και στις δημόσιες αρχές, ενώ καταρτίζεται και η ευθύνη των Κρατών Μελών να ενημερώνουν ουσιαστικά τους πολίτες τους για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την Οδηγία.
Ως πληροφοριοδότες δημόσιου συμφέροντος μπορούν να οριστούν τα άτομα που αποκτούν πρόσβαση σε πληροφορίες μέσω του εργασιακού περιβάλλοντος, οι οποίες αφορούν παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ, είτε αυτές είναι παράνομες πράξεις, παράνομες παραλείψεις, ή καταχρηστικές πρακτικές, και ακολούθως «αναφέρουν» αυτές τις πληροφορίες στα αρμόδια Όργανα που έχουν εξουσίες καταπολέμησης των εν λόγω παραβάσεων. Επομένως αυτό που θα πρέπει να διευκρινιστεί πρωτίστως είναι το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας – δηλαδή ποιες πληροφορίες δύναται να θεωρηθούν ως πληροφορίες δημόσιου συμφέροντος. Αυτό το μέρος της Οδηγίας είναι ελάχιστης εναρμόνισης. Αυτό σημαίνει πως παρέχεται μια υποχρεωτική λίστα προστατευμένων πληροφοριών οι οποίες μπορούν να εξευρεθούν στο Παράρτημα Ι, αλλά παράλληλα τα Κράτη Μέλη ενθαρρύνονται να περιλάβουν πρόσθετες προστασίες στα πλαίσια των σκοπών που προβλέπονται στην Οδηγία. Ενδεικτικά στο Παράρτημα Ι συμπεριλαμβάνονται οι αναφορές που αφορούν σχετικά με τους τομείς των δημοσίων συμβάσεων, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, της ασφάλειας των προϊόντων, της προστασίας του περιβάλλοντος, της προστασίας της δημόσιας υγείας, της προστασίας των καταναλωτών, μεταξύ άλλων.[4] Ωστόσο η Οδηγία σε αντίθεση όμως με την Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν προστατεύει την αποκάλυψη πολιτικών πληροφοριών οι οποίες μπορούν να θεωρούνται απόρρητες ή κρατικά μυστικά, αφού όπως αναφέρει το άρθρο 3(2) της Οδηγίας «δεν εφαρμόζεται στις αναφορές παραβιάσεων κανόνων για τις συμβάσεις που άπτονται ζητημάτων άμυνας ή ασφάλειας, εκτός και αν καλύπτονται από τις σχετικές πράξεις της Ένωσης». Επειδή λοιπόν η θεσμοθέτηση της κρατικής ασφάλειας είναι αρμοδιότητα των Κρατών Μελών, επαφίεται σε αυτά αν θα χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία που τους δίδεται από την Οδηγία για την θέσπιση ευρύτερου φάσματος προστασίας στις κρατικές νομοθεσίες, απευθυνόμενη σε πληροφοριοδότες που αποκαλύπτουν απόρρητες πληροφορίες.[5]
Προσέτι, για να απολαύσει την προστασία της Οδηγίας, το πρόσωπο που κάνει την καταγγελία θα πρέπει να έχει βάσιμους λόγους για να θεωρεί ότι οι πληροφορίες που δίδει αναφορικά με παραβάσεις ήταν αληθείς κατά τον χρόνο της αναφοράς, και ότι οι πληροφορίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας ως αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, και βάσει αυτής της καλοπιστίας προέβησαν σε αναφορά στα αρμόδια όργανα είτε προχώρησαν με δημόσια αποκάλυψη.[6]
Συνεπώς, ο φορέας και πληροφοριοδότης αυτής της αναφοράς, καλύπτεται από την νομοθεσία, εφόσον αποκτά πρόσβαση σε αυτή την πληροφορία κατά τη διάρκεια της εργασίας του στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό, ακόμα και μετά τη λήξη της εργασιακής τους σχέσης.[7] Ειδικότερα και για τον δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό τομέα (υπό προϋποθέσεις) πρέπει να θεσπίζονται εσωτερικοί και εξωτερικοί δίαυλοι αναφοράς οι οποίοι θα χαρακτηρίζονται από εμπιστευτικότητα και ασφάλεια, καθώς και εξουσίες για την παρακολούθηση και χειρισμό των αναφορών που δέχονται. Αναφορικά με τα πρόσωπα που προστατεύει η Οδηγία δεν περιορίζεται στους αμιγώς εργοδοτούμενους αυτών των οργανισμών, αλλά επιπρόσθετα περιλαμβάνει τους εθελοντές, τους ασκούμενους, τους μη μισθωτούς, πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία και οδηγίες αναδόχων, υποεργολάβους, προμηθευτές καθώς και τους υποψήφιους εργοδοτούμενους, μέτοχους και πρόσωπα που ανήκουν στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο μιας επιχείρησης.[8]
Συνεπώς η Οδηγία απαγορεύει τα «αντίποινα» σε όλους αυτούς τους πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση τιμωρία ή δυσμενής διάκριση, όπως είναι η απόλυση, ο υποβιβασμός σε θέση, ο εκφοβισμός, και άλλες έτσι πρακτικές. Περαιτέρω ακόμη ένα ειδικό χαρακτηριστικό της οδηγίας, που εισάχθηκε για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά της, είναι η προστασία που θα πρέπει να παρέχεται έναντι αντιποίνων που ασκούνται όχι μόνο άμεσα κατά των ίδιων των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, αλλά και έμμεσα αντίποινα, όπως για παράδειγμα έναντι διαμεσολαβητών, συνεργατών ή συγγενών του αναφέροντος προσώπου, οι οποίοι έχουν κάποια εργασιακή σχέση με τον εργοδότη, ή πελάτη ή αποδέκτη υπηρεσιών του αναφέροντος. Τα έμμεσα αντίποινα περιλαμβάνουν επίσης δράσεις κατά της νομικής οντότητας που ανήκει στον αναφέροντα, ή για την οποία εργάζεται ή με την οποία συνδέεται άλλως σε επαγγελματικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα την άρνηση παροχή υπηρεσιών, μποϋκοτάζ της οντότητας ή ένταξής της σε μαύρη λίστα κτλ.[9] Αυτή η παράμετρος, αναβαθμίζει σημαντικά την προστασία των αναφερόντων προσώπων.
Αν αυτό το πλαίσιο ικανοποιηθεί τότε ο αναφέρων απολαμβάνει προστασία κάτω από την Οδηγία έναντι οποιουδήποτε αντίποινου ή απειλή αντιποίνων οποιασδήποτε μορφής, όπως την παύση, απόλυση, υποβιβασμό, στέρηση προαγωγής, αλλαγή συνθηκών εργασίας, αλλαγή όρων εργασίας, καταναγκασμό, εκφοβισμό, παρενόχληση, περιθωριοποίηση, διάκριση, μειονέκτημα ή άδικη αντιμετώπιση ή άλλα αντίποινα ισοδύναμης ισχύς.[10] Σημαντικό προς τούτο είναι και η πρόνοια της Οδηγίας κατά την οποία το βάρος απόδειξης αναφύεται στον παραβάτη (κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου όπου ο αναφέρων καταγγέλλει ότι βάση των πληροφοριών δημοσίου συμφέροντος που απεκάλυψε έχει υποστεί βλάβη υπό μορφής αντιποίνων) εναπόκειται στο πρόσωπο που προκάλεσε την βλάβη να αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο βασίστηκε σε δεόντως αιτιολογημένους λόγους.[11]
Τέλος, η Οδηγία επιβάλλει ποινικές, αστικές ή πειθαρχικές ποινές σε όποιους επιδίδονται σε αντίποινα, έναντι μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, καθώς προβλέπεται και νομική αρωγή σε επιτυχόντες στις υποθέσεις τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος.42.
Το παρόν άρθρο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί νομική συμβουλή.
Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος και την παροχή εξειδικευμένης νομικής συμβουλής επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Αντώνης Πασχαλίδης & Σία ΔΕΠΕ (τηλ.22661661, email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.).
[1] Δελτίο Τύπου, «Προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος: η Επιτροπή ορίζει νέους, πανευρωπαϊκούς κανόνες», 23.04.2018 (https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/ip_18_3441).
[2] V. Abazi and F. Kusari, Comparing the Proposed EU Directive on Protection of Whistleblowers with the Principles of the European Court of Human Rights, Strasbourg Observers, 22 October 2018, for a comparison between the initial legislative proposal of the European Commission and case law of ECtHR. https://strasbourgobservers.com/2018/10/22/comparing-the-proposed-eu-directive-on-protection-of-whistleblowers-with-the-principles-of-the-european-court-of-human-rights/ (Τελευταία πρόσβαση την 01/09/2020).
[3] Guja v Moldova, no 1085/10 (no 2), 27 Φεβρουαρίου 2018, Άρθρο 10 ΕΣΔΑ.
[4] Άρθρο 2 της Οδηγίας.
[5] V. Abazi, The European Union Whistleblower Directive: A 'Game Changer' for Whistleblowing Protection? – Ind Law J (2020) 49 (4): 640
[6] Άρθρο 6(1) της Οδηγίας.
[7] Άρθρο 5(2) της Οδηγίας.
[8] Άρθρο 4 της Οδηγίας.
[9] Σκέψη 41 της Οδηγίας.
[10] Άρθρο 19 της Οδηγίας.
[11] Άρθρο 21 της Οδηγίας.